ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Πώς θέτεις όρια στα παιδιά και τι λάθη πρέπει να αποφύγεις

Είναι αλήθεια, σε επίπεδο θεωρίας τουλάχιστον, πως ο γονιός τρέφει μεγάλη αγάπη και τρυφερότητα για το παιδί του. Η ιδιότητα όμως του γονιού δεν τον απαλλάσσει από όλες τις άλλες ταυτότητές του, αυτήν που ορίζεται από το φύλο του, αυτήν του συζύγου, του εργαζόμενου και επαγγελματία, του πολίτη και της πολιτικής του τοποθέτησης, του παιδιού των δικών του γονιών, του έθνους του. Η σύνθεση όλων αυτών των ταυτοτήτων είναι μια πολύπλοκη και συνάμα τρομερά ενδιαφέρουσα διαδικασία.

Από την Εύα Μεταλίδη

Η ευθύνη, η αβεβαιότητα, το ζύγιασμα και η ισορροπία σε ένα τεντωμένο σχοινί μας οδηγούν στο ”συμπεριφέρεσθαι” στην καθημερινότητά μας και ασφαλώς επιδρούν στην ανατροφή των παιδιών μας. Η διαδικασία της ανατροφής έχει και καλές, γλυκές στιγμές, έχει όμως και άχαρες, σκληρές στιγμές. Ο άμεσος στόχος των γονιών χρειάζεται να είναι η θέσπιση κανόνων και αρχών που βοηθούν το παιδί στην κατανόηση των διαφόρων θεμάτων και στην καλύτερη ένταξή του στο κοινωνικό του περιβάλλον. Αυτό σημαίνει οριοθέτηση.

Η ανατροφή λοιπόν έχει να κάνει με τριβές, με διαμάχες αλλά και με αρμονική συνύπαρξη, με συμφωνίες και αντιπαραθέσεις. Όπου υπάρχει τριβή, υπάρχει και θερμότητα και η σχέση γονέα-παιδιού είναι μια τρυφερή και ζεστή σχέση. Η τριβή της ανατροφής μάς βοηθά να ορίσουμε τις θέσεις μας, μάς βοηθά να κατακτήσουμε την κοινωνική μας ταυτότητα, μάς βοηθά εν τέλει να μεγαλώσουμε. Δεν πρόκειται για μια ανταγωνιστική διαδικασία που κάποιος από τα δύο μέρη αναγκαστικά πρέπει να χάσει. Τόσο ο γονιός όσο και το παιδί του έχουν να κερδίσουν από αυτή τη διαδικασία ανατροφής. Εδώ δε χωρούν αντιθέσεις, ανταγωνισμοί και επίδειξη γνώσεων, εδώ μιλάμε για κατανόηση της διαδικασίας του μεγαλώματος, για νοιάξιμο σχετικά με την αγωνία του παιδιού να μάθει, να νιώσει, να γευτεί, να κάνει λάθος και να ξαναπροσπαθήσει.

Έτσι η ανατροφή μετατρέπεται σε μια κοινή πορεία γονιών-παιδιών, αλληλοτροφοδοτούμενη και χαράζεται με κοινή δράση και προσπάθεια. Η θέσπιση ορίων είναι μια διαδικασία που διαρκεί σε όλη μας τη ζωή, έτσι μαθαίνουμε τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, τι μας ταιριάζει και τι μας απωθεί, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, τι μας κάνει αποδεκτούς και τι μας απομακρύνει από τους άλλους. Πρόκειται για μια διαδικασία που συνοδεύεται από λάθη – λάθη που μας χαρίζουν μοναδικές και ανεπανάληπτες εμπειρίες. Τα όρια χαράζουν τη διαφορά ανάμεσα στην προσέγγιση και την απομάκρυνση, στην εμπιστοσύνη και την αμφιβολία, στη γνώση και την άγνοια.

Τα παιδιά έχουν ανάγκη από όρια. Το όριο είναι αγάπη, είναι φροντίδα. Το όριο είναι σημείο συνάντησης. Το όριο σημαίνει ταυτόγχρονα ένωση και χωρισμό.

Το όριο είναι εκεί που συναντιέμαι εγώ με τον άλλο, αλλά κι εκεί που χωρίζομαι από αυτόν. Το όριο είναι το σημείο επαφής. Το όριο προστατεύει. Το να θέτει κανείς όρια σημαίνει προσοχή και σεβασμό στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Τα όρια παρέχουν ασφάλεια. Η ανασφάλεια των παιδιών γεννιέται από την ασυνέπεια αλλά και τις αλλαγές κάθε τόσο των μεθόδων ανατροφής τους, από αυτό που ονομάζουμε διπλά μηνύματα. Τα παιδιά μπερδεύονται, δεν ξέρουν τι ισχύει και τι δεν ισχύει, τι τους ζητείται, τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται, μέχρι που επιτρέπεται να προχωρήσουν και πού οφείλουν να σταματούν. Τα διπλά μηνύματα προκαλούν σύγχυση, αποδυναμώνουν το γονιό και αφαιρούν το έδαφος εμπιστοσύνης και ασφάλειας από το παιδί. Ασφαλώς η θέσπιση των ορίων από την πλευρά των γονιών σημαίνει αυτόματα και την τήρηση πρώτιστα από τους ίδιους. Η θέσπιση των ορίων χωρίς την ταυτόγχρονη τήρησή τους ισοδυναμεί με την απώλεια της αξιοπιστίας των γονιών.

Το να προσέχουμε και να σεβόμαστε τα όρια των παιδιών σημαίνει να καταφέρουμε να τους εξασφαλίσουμε συνθήκες δημιουργικής ανάπτυξης. Από την άλλη, τα όρια δεν είναι απαγορευτικά από την εμπειρία και τη βίωση της πραγματικότητας, δείχνουν, φωτίζουν, καθοδηγούν. Τα όρια λειτουργούν σαν τον φάρο που μας προφυλλάσσει από τις ”ξέρες” και μας φωτίζει το δρόμο προς την ανοιχτή θάλασσα. Ωστόσο, ο ορισμός των ορίων δεν σημαίνει υπερπροστασία και απομάκρυνση από την ελευθερία της εμπειρίας. Όποιος προσπαθήσει να προφυλάξει τα παιδιά από κακές εμπειρίες περιορίζοντας τα όριά τους, το μόνο που θα πετύχει, θα είναι να διαπλάσει έναν άβουλο, ευνουχισμένο και αδύναμο άνθρωπο.

Η έννοια του ορίου δεν πρέπει να επενδύεται αρνητικά και να συνδέεται αυτόματα με την τιμωρία, την αποθάρρυνση, την απαγόρευση, τον ηθικό περιορισμό και τη διαρκή άρνηση. Το όριο συνδέεται πολύ περισσότερο με την επιθυμία αναφοράς σε σταθερούς κανόνες, αξίες και πρακτικές συμβουλές. Θέτοντας όρια στηρίζουμε τα παιδιά μας, τα βοηθούμε να αυτονομηθούν και τους δείχνουμε πώς ορίζεται το μονοπάτι της αποτελεσματικής προσαρμογής, που περιλαμβάνει τη γνώση των κοινωνικών κανόνων και το σεβασμό της ατομικότητας. Τα όρια είναι μέρος των θεμελίων πάνω στα οποία χτίζονται οι σχέσεις γονέων – παιδιών.

Στη διαδικασία ανατροφής συναντούμε διαρκώς τουλάχιστον δυο παιδιά: το παιδί ή τα παιδιά μπροστά μας, και το παιδί μέσα μας.

Και όσο εντονότερα ζει το παιδί μέσα μας, τόσο περισσότερο επιθυμεί να προφυλάξει το παιδί μπροστά μας από τον πόνο, τη λύπη και το φόβο που ίσως βιώσαμε οι ίδιοι ως παιδιά. Αλλά και τόσο περισσότερο συμβάλλουμε στη μετάδοση των φόβων και των ανασφαλειών του. Αν έχουμε βιώσει στα παιδικά μας χρόνια τη θέσπιση ορίων σαν μια διαδικασία αποδοκιμασίας, μείωσης και αμφισβήτησης, δεν έχουμε τώρα τη δύναμη να αναλάβουμε την πρωτοβουλία που απαιτείται για να θέσει όρια στα δικά μας παιδιά. Όσο περισσότερο είναι σε θέση ο γονιός να αποδεχτεί απόλυτα και σε όλη της την έκταση τη δική του παιδική ηλικία – με ό,τι θετικό ή αρνητικό κουβαλάει, με στιγμές νοσταλγίας ή πόνου, τόσο πιο ικανό καθιστά το παιδί του να δεχτεί όλες τις όψεις της ζωής και να συμφιλιώνεται με τα όποια συναισθήματά του.

Είναι κανόνας το ότι, όποιος δε θέτει όρια, μετατρέπεται από μόνος του σε έναν άνθρωπο ανίκανο να δράσει, υποχείριο των παιδιών, ενώ ταυτογχρόνως χάνει την προσοχή και το σεβασμό τους. Η κατανόηση, η φροντίδα και η ενασχόληση με τα παιδιά δε σημαίνει σε καμμία περίπτωση ότι αποδεχόμαστε την υπέρβαση των ορίων. Η παντελής έλλειψη κυριαρχίας στην παιδαγωγική διαδικασία επιφέρει σοβαρά προβλήματα, που συχνά μετατρέπονται σε ψυχικά τραύματα Χωρίς όριο το παιδί αισθάνεται φόβο μπροστά στο χάος. Τη στιγμή που οι γονείς  πιστεύουν ότι η ελευθερία και η αυτονομία στη διαδικασία της ανατροφής δεν έχουν ανάγκη από όρια, αφήνουν τα παιδιά τους στο κενό, ακριβώς γιατί τα παιδιά έχουν ανάγκη από σταθερά και σαφή πρότυπα βάσει των οποίων μπορούν να προσανατολιστούν, να προχωρήσουν και να συγκροτηθούν. Σε αυτό το κενό είναι πολλά τα παιδιά που νοιώθουν να στερούνται την αγάπη αλλά και την προσοχή των μεγάλων που τόσο την χρειάζονται.

Η πλήρης απουσία ορίων, η εφαρμογή της θεωρίας της επιτρεπτικότητας με βασικό παιδαγωγικό μοτίβο την ασύδοτη ελευθερία στο παιδί οδηγεί στη διαμόρφωση παιδιών με κάκιστη κοινωνική συμπεριφορά, που μπορεί να εκδηλωθεί στην οικογένεια, το σχολείο, το φιλικό περιβάλλον. Η τακτική αυτή οδηγεί στη διαμόρφωση παιδιών που απαιτούν να κάνουν πάντα το δικό τους αδιαφορώντας για τις απώλειες, τις ζημιές και τους τραυματισμούς που προκαλούν. Η εφαρμογή αυτής της τακτικής αφήνει τα παιδιά μόνα τους, ανίκανα να συνάψουν κοινωνικές σχέσεις και επαφές. Πίσω από την απεριόριστη ελευθερία κρύβεται μια ανεπιθύμητη για το παιδί απομάκρυνση που του προκαλεί το φόβο της εγκατάλειψης, τον οποίο το παιδί δεν μπορεί να αντέξει. Η αντίδραση του παιδιού είναι συχνά η υπερκινητικότητα και η καταστροφική επιθετικότητα.

Τα παιδιά χωρίς κανόνες νοιώθουν σα να μην έχουν έδαφος και ότι είναι ανίκανα να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις τις ζωής. Τα συναισθήματα που βιώνουν είναι μη ικανοποίηση – θυμός – έκρηξη.

Χωρίς κανόνες τα παιδιά φορτίζονται συναισθηματικά και πνευματικά. Έτσι παραβλέπεται η ανάγκη του παιδιού για συναισθηματικό και κοινωνικό προσανατολισμό και η επιθυμία του για αυτονομία και διαφοροποίηση. Το σύστημα ”όλα επιτρέπονται” στερεί από τα παιδιά την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Ο θυμός του παιδιού φέρνει επιθετικότητα από μέρους του και ο ανεκτικός ενήλικας καταφεύγει σε παρορμητικές τιμωρίες που συνοδεύονται από ταυτόχρονη αύξηση της ανεκτικότητας, καθώς υπάρχουν ενοχές και ο φαύλος κύκλος ξεκινά. Τα όρια εδώ δε στηρίζονται στον αλληλοσεβασμό αλλά στο δίκαιο του ισχυρότερου.

Τα όρια μετατρέπονται σε τιμωρία, σε απόδειξη δύναμης, σε ανταγωνιστικές συμπεριφορές που στη συνέχεια μετατρέπονται σε εκδηλώσεις τρυφερότητας καθώς ο ενήλικας μετανοεί για τη συμπεριφορά του και ο φαύλος κύκλος παίρνει άλλη μια στροφή. Το να ακούει κανείς τις επιθυμίες ενός παιδιού και να εκπληρώνει εκείνες που κρίνει ότι είναι δυνατόν να εκπληρωθούν είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από το να εκπληρώνει οποιαδήποτε επιθυμία του παιδιού. Τα καλομαθημένα, δίχως όρια παιδιά χάνουν τις ψυχοτονωτικές διαδικασίες, δε βιώνουν το δούναι – λαβείν σε συναισθηματικό και πνευματικό επίπεδο. Αποκομίζουν λιγότερες εμπειρίες, γίνονται ανασφαλή, κι έχουν λιγότερη αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητές τους, προκειμένου να προχωρήσουν σε κάτι καινούργιο.

Χρειάζεται ωστόσο να κατανοήσουμε ότι όριο δε σημαίνει ασφυκτικός περιορισμός. Όποιος περιορίζει τα παιδιά κάτω από την ομπρέλα της προστασίας, τα κάνει διστακτικά και τελικά τα στερεί από πολύτιμες εμπειρίες που, τελικά, αποκομίζουν μόνο από την αντιπαράθεση, την τριβή και την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους και το χώρο. Τα όρια δε στοχεύουν στην κυριαρχία αλλά στην υπόδειξη, στην προστασία και την προώθηση. Η απαγόρευση και η τιμωρία αλλοιώνουν τη θέληση και αποδυναμώνουν το σθένος του παιδιού. Η υπερβολική τάση για κυριαρχία μπορεί να οδηγήσει σε μια διαρκώς αυξανόμενη αποστείρωση, σε μια εκκένωση αλλά και απώλεια νοήματος στη σχέση γονέων – παιδιών.

Συχνά ως γονείς παρασυρόμαστε από την εμπειρία μας ως παιδιά, από τα δικά μας προσωπικά και οικογενειακά βιώματα: στο πως ανατράφηκαν ως παιδιά, στα όρια που τους είχαν τεθεί, στις τιμωρίες που τους είχαν επιβληθεί, στην αποδοχή ή την απόρριψη που ένοιωσαν, στην ικανοποίηση ή στη στέρηση των αναγκών τους που βίωσαν. Οι τιμωρίες και οι συνεχείς απαγορεύσεις θέτουν όρια. Ωστόσο, οι απαγορεύσεις οδηγούν σε μυστικά και ψέματα, καλύπτουν τις νέες εμπειρίες με δυσάρεστα συναισθήματα και τύψεις και οι τιμωρίες από την άλλη τα κάνουν να νοιώθουν μικρά και να μη συνειδητοποιούν ότι αποτελούν αυτόνομες και σκεπτόμενες προσωπικότητες. Οι τιμωρίες και οι απαγορεύσεις είναι προσανατολισμένες στις ανάγκες των γονιών, διαφυλάττουν το δικό τους πεδίο, καλύπτουν τη δική τους ανασφάλεια, είναι δείκτης έλλειψης κανόνων, συμφωνιών και συγκεκριμένης γραμμής πλεύσης.

Πώς βάζουμε λοιπόν τα όρια; Είναι σημαντικό το όριο να μην είναι ανεμόμυλος αλλά και να μην είναι βράχος. Χρειάζεται μια χρυσή ευελιξία που να βοηθά το παιδί να οριοθετείται, να δοκιμάζει, να αμφισβητεί και τελικά να αναπτύσσεται.

Το όριο χρειάζεται ευλυγισία και ελαστικότητα ”λίγο, όσο γίνεται και πολύ, όσο χρειάζεται”. Η συμπεριφορά που ενέχει πίεση και υποχωρητικότητα, υπέρμετρη ανοχή και υπερβολική αυστηρότητα δίνει διπλά μηνύματα στα παιδιά, τα αποπροσανατολίζει και τα θέτει σε καθεστώς ανασφάλειας. Αποφεύγουμε τα διπλά μηνύματα, πρέπει να εκπέμπουμε σιγουριά, αποφασιστικότητα, σταθερότητα και δύναμη η οποία διαφέρει κατά πολύ από την επιθετικότητα. Τα παιδιά χρειάζονται ένα ασφαλές περιβάλλον που να μπορούν να εμπιστεύονται Η σταθερότητα δεν εκφράζεται με φωνές και απειλές, με φυσική ή ψυχική βία ούτε με κυριαρχία.

Η σταθερότητα εκφράζεται με ήρεμο και σαφή τόνο στη φωνή, με συγκεκριμένο προσδιορισμό θέσεων, με εσωτερική βεβαιότητα, με αμοιβαίο σεβασμό και προσοχή. Όποιος θέτει όρια ρισκάρει να μην είναι πάντα αρεστός στα παιδιά, ρισκάρει να προκαλέσει την οργή, ακόμη και το θυμό τους. Όποιος θέτει όρια πρέπει να αναλογίζεται και τις συνέπειες σε περίπτωση καταπάτησής τους. Αυτό μπορεί να είναι επίπονο και κουραστικό, μπορεί να απαιτεί δύναμη και συγκράτηση ταυτόχρονα, μπορεί να συνεπάγεται αντιπαραθέσεις. Όποιος επιθυμεί να προβάλλει στα παιδιά του τα πρότυπα της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας, πρέπει πρώτα ο ίδιος να είναι αυτόνομος και ανεξάρτητος, να έχει το σθένος να επιμένει στις πρωτοβουλίες του αλλά και το κουράγιο να αποδέχεται τις ατέλειές του. Η θέσπιση των ορίων με το πνεύμα της αμοιβαίας δέσμευσης – για μικρούς και μεγάλους – στηρίζεται στο σεβασμό της σωματικής, ψυχικής και πνευματικής ταυτότητας του παιδιού. Η τήρηση των ορίων χρειάζεται αλληλοσεβασμό και αλληλοϋποστήριξη.

Όσο πιο μικρό είναι το παιδί τόσο πιο περιορισμένα πρέπει να είναι τα όρια όσο μεγαλώνει και αποκτά δεξιότητες τόσο πιο ελαστικά πρέπει να γίνονται. Η θέσπιση ορίων στα παιδιά είναι αποτελεσματική μόνο μέσω έργων. Οι ατελείωτες συζητήσεις κάνουν τα παιδιά κουφά. Οι επαναλαμβανόμενες τυπικές παρατηρήσεις καταντούν κουραστικές, χάνεται η προσοχή από το περιεχόμενο και επικεντρώνεται στον τρόπο και την επανάληψη, έτσι το παιδί να διαισθάνεται ασυνέπεια και χάνει το ενδιαφέρον και την εκτίμησή του.

Συμπερασματικά, χρειάζεται να αναφέρουμε ότι το ζητούμενο για τους γονείς δεν είναι και δεν πρέπει να είναι, η πιστή και τυφλή υπακοή των παιδιών, σε μια σχέση απρόσωπης ανατροφής, στην οποία δε χωράει το συναίσθημα κι ο αυθορμητισμός, δεν επιτρέπονται τα σφάλματα ούτε και οι αποφάσεις κατά βούληση και κατά περίπτωση. Δε χρειαζόμαστε εξαρτημένα παιδιά αλλά αυτόνομα, ανεξάρτητα και οριοθετημένα.

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει επάγγελμα γονιός, ότι δεν είναι ανάγκη να υπερφορτώνουμε τον εαυτό μας με τεράστιο βάρος που αφορά στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών και η ανατροφή δεν είναι αγώνας πρωταθλητισμού. Τα λάθη είναι αναμενόμενα και αναγκαία γιατί είμαστε απλώς άνθρωποι κι όχι υπεράνθρωποι. Χρειάζεται να τα αντιμετωπίζουμε ως δώρα για να μαθαίνουμε από αυτά και να τροποποιούμε τη συμπεριφορά μας. Δεν κάνει λάθη, αυτός που δεν κάνει τίποτα και με το τίποτα δεν μεγαλώνουν υγιώς τα παιδιά. Είναι εντάξει να κάνουμε λάθη αρκεί να είμαστε σε εγρήγορση να τα παρατηρούμε και να αυτοβελτιωνόμαστε. Η αρχική παραδοχή έκανα λάθος είναι η χρυσή συνταγή για επανεξέταση της συμπεριφοράς στο μέλλον.

 

Εύα Μεταλίδη

Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια

Κλινική Ψυχοπαθολόγος

Ψυχοπαθολόγος βρέφους, παιδιού, εφήβου

Δικαστική Πραγματογνώμων