ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Ένα ζευγάρι σαν όλα τ’ άλλα

24media

«Δεν ξέρω αν βρήκες το ζευγάρι που περίμενες», μου λέει η Βασιλική έχοντας δείξει από την αρχή διστακτική που επικοινώνησα με εκείνη και τον Αντρέα ώστε να μου δώσουν συνέντευξη για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Παρά το αρνητικό πρόσημο που μπορεί να έχει φορτωθεί η δέκατη τέταρτη μέρα του Φλεβάρη, στο δικό μου μυαλό δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ημερολογιακή αφορμή να γιορτάσεις όλες εκείνες τις συγκυρίες και τις συμπαντικές συμπτώσεις που έκαναν εσένα και τον σύντροφό σου να βρεθείτε στο ίδιο μαγαζί, σε κοινή παρέα, στο προφίλ ο ένας του άλλου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για μένα, ακόμα και μια τέτοια ιστορία μπορεί να είναι ρομαντική, όσο κι αν διστάζεις να το πιστέψεις στην αρχή της. Όπως και σε κάθε αρχή.

Ο Πλάτωνας υποστήριζε στο Συμπόσιό του ότι κάποτε υπήρχε ένα πλάσμα με δύο κεφάλια, τέσσερα μάτια και αυτιά, δυο στόματα και μύτες και από δύο ζεύγη χέρια και πόδια. Εξαιτίας της σωματικής του διάπλασης, ήταν πολύ δυνατό και οι Θεοί ένιωθαν ότι απειλούνται. Φοβούμενος τη δύναμή του, ένας Θεός χώρισε το πλάσμα αυτό στα δύο. Έκτοτε, ο άνδρας και η γυναίκα είναι αναγκασμένοι να αναζητούν το άλλο τους μισό, εκείνον ή εκείνη με τον οποίο κάποτε ήταν ενωμένοι στο ίδιο σώμα.

Σε αυτή την μαθηματικά σχεδόν μάταιη αναζήτηση, υπάρχουν ορισμένα ζευγάρια που επιτρέπεται να νιώθουν λίγο πιο τυχερά. Και αυτήν ακριβώς την τύχη που έκανε τον έναν να συναντήσει τον άλλον, θα έπρεπε να γιορτάζουν του Αγίου Βαλεντίνου. Η Βασιλική το 2010 έμενε στη Λάρισα. Οι αλγόριθμοι του facebook της πρότειναν να κάνει αίτημα φιλίας στον Ανδρέα. Εκείνη του ζήτησε όντως να γίνουν φίλοι μιας που οι άνθρωποι με αναπηρίες που ασχολούνται με τα καλλιτεχνικά, δεν είναι πολλοί. Κάτι παραπάνω από τριακόσια χιλιόμετρα νοτιότερα, στην Αθήνα, ο Ανδρέας έπαιζε στους Όρνιθες του Αριστοφάνη και αποδεχόταν το αίτημα φιλίας της Βασιλικής από ενδιαφέρον να ταξιδέψει η παράστασή τους και στην υπόλοιπη Ελλάδα.

24media

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson

Λίγες μέρες μετά, εκείνος πήρε την πρωτοβουλία και της έστειλε στο chat. Τα πολύ τυπικά και τον πληθυντικό της ευγενείας, διαδεχτήκαν γρήγορα τα πιο προσωπικά και ο ενικός της οικειότητας. Κάποιες ώρες αργότερα, έκλειναν το chat και μιλούσαν στο τηλέφωνο μέχρι να αποκοιμηθούν με το ακουστικό πλάι τους. «Βρεθήκαμε μετά από τρεις – τέσσερις μέρες γιατί εγώ δεν ήθελα να φτιάχνεται στο μυαλό του καθενός μια ιδεατή κατάσταση του τι μπορεί να είναι ο άλλος – ακόμα και στο κομμάτι της εμφάνισης. Φαντάζεσαι, βλέπεις φωτογραφίες, αλλά από κοντά, τα σώματα μπορεί να πουν εντελώς άλλα πράγματα. Μπορεί να μην αντέχεις καν τον τρόπο που κάθεται ο άλλος δίπλα σου, αν δεν είναι σωστή η χημεία», μου λέει η Βασιλική που παίρνει αμέσως τον λόγο όταν τους ζητάω να μου αφηγηθούν την ιστορία της οκταετούς σχεδόν σχέσης τους.

Τα είχαμε πει σχεδόν όλα και αναρωτιόμασταν τι θα λέγαμε από κοντά.

Ο Ανδρέας πήρε το τρένο και ανέβηκε στη Λάρισα για τρεις μέρες. Η Βασιλική πήγε μέχρι τον σταθμό για να τον συναντήσει και από το άγχος ένιωθαν σαν να μην είχαν πει ποτέ τίποτα. «Η απόσταση είναι πλάνη. Ήταν σαν να μην είχαμε μιλήσει ποτέ». Εκείνος κάνει λίγες προσθήκες στην αφήγησή της όποτε το θεωρεί απαραίτητο, αλλά περισσότερα γελάει μαζί μου με το πώς η γυναίκα του τώρα πια, είχε αμφιβολίες για την εξέλιξη της μεταξύ τους σχέσης «Μου φαινόταν πολύ καλός για να ‘ναι αληθινός. Μου την έσπαγε που ήταν και τόσο καλός, δε μου άρεσε. Ήθελα λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα. Όταν έφυγε από τη Λάρισα, ήθελα όντως να φύγει, αλλά όταν έφτασε Αθήνα και δε με πήρε αμέσως, αναρωτιόμουν τι έφταιξε. Δεν του άρεσε; Δεν πέρασε καλά. Αυτό που είχε συμβεί, βέβαια, ήταν ότι είχε ημικρανία επειδή δεν είχε φάει και καλά, αλλά εγώ δεν το γνώριζα ακόμα αυτό. Το μυαλό της γυναίκας πάει πάντα στο χειρότερο σενάριο. Αλλά αυτή η δυσκολία, ακριβώς επειδή ήταν τόσο καλός, ήταν που τελικά βοήθησε να δω τι νιώθω. Όπως οι γνωριμίες στη ζωή, έτσι και στα social media έχουν τα ρίσκα τους. Γι’ αυτό κι εγώ φοβόμουν πάρα πολύ για το τι άνθρωπος είναι. Ο Ανδρέας ήρθε στο περιβάλλον μου, έμεινε σπίτι μου, γνώρισε την οικογένειά μου. Εγώ ήμουν πολύ καχύποπτη. Δεν είπα “αυτός είναι και τέλος”, ήμουν πάντα με τις κεραίες σηκωμένες. Ενώ εκείνος αποδείκνυε συνεχώς ότι είναι άτομο εμπιστοσύνης, εγώ δεν τον εμπιστευόμουν».

24media

 

Δεν υπάρχουν συνταγές, κι όποιος ψήνει τον άλλον το κάνει άθελά του κι έτσι πετυχαίνουν οι σχέσεις. Αν τυχόν κάτσεις να σκεφτείς στρατηγικές και πότε θα πάρεις τηλέφωνο, νομίζω ότι δεν λειτουργεί. Σκέφτεσαι και σκιαγραφείς πολύ και δεν υπάρχει λόγος. Το θέμα είναι να βγαίνει αβίαστα. 

Στη συνέχεια η Βασιλική πήρε την άδειά της και κατέβηκε να τον βρει στην Αθήνα. Είπαν να ξεκινήσουν πειραματικά και να δουν πώς θα πάει όλο αυτό ξεκινώντας μια σχέση εξ’ αποστάσεως. Η απόσταση αυτή, βέβαια, ήταν μηδενική από Παρασκευή μέχρι και Τρίτη όταν δηλαδή εκείνος μπορούσε να βρίσκεται μαζί της. «Κάναμε διακοπή μια-δυο μέρες και ξανά μαζί. Κι όταν δεν ήμασταν μαζί, είχαμε το skype ανοιχτό και κινούμασταν στα σπίτια μας. Ήταν σαν να μένουμε μαζί. Ένα πράγμα που κάποιος μπορεί να το θεωρήσει κουραστικό, αλλά για μας ήταν σαν να έχουμε παρέα ο ένας τον άλλον». Ένα χρόνο μετά, ο Αντρέας θα εγκατέλειπε τη ζωή στην πρωτεύουσα για να μείνει με τη Βασιλική στη Λάρισα: «Νιώθαμε ότι έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχε λόγος να γίνει οτιδήποτε και να θυσιαστεί αυτό. Προτιμούσα να θυσιάσω την οποιαδήποτε δουλειά μου για να είμαι μαζί της στη Λάρισα», μου λέει ο Ανδρέας όταν άκουσε τη Βασιλική να λέει πως εκείνος έκανε τη θυσία να αφήσει τη ζωή του για να μείνει μαζί της. Ένα μήνα μετά τη συγκατοίκηση αρραβωνιάστηκαν και ένα χρόνο μετά, τον επόμενο Σεπτέμβρη, παντρεύτηκαν.

Είναι πολύ ωραίο να σου δίνει ο άλλος τόσα πράγματα. Έτσι πρέπει να ναι οι άνθρωποι, γενναιόδωροι. Είναι πολύ ωραίο συναίσθημα σου ανοίγει άλλη μια πτυχή και τον ερωτεύεσαι ακόμα περισσότερο. Δεν είναι μίζερος και μυστηριώδης και “δεν ξέρω” και “μη με ρωτάς”.

Ένα κεφάλαιο που δε γράφτηκε ποτέ σε αυτή τη σχέση, βέβαια, είναι αυτό της πρότασης γάμου. Εκείνο το ξεροκόμματο που κάθεται δήθεν στο λαιμό της Βασιλικής κάθε φορά που κάποιος προσφέρει στη γυναίκα της ζωής του ένα μονόπετρο και τη ρωτάει αν θέλει να τον παντρευτεί, είναι το αστείο με το οποίο θα γελούν για πάντα. Ή έστω μέχρι να έρθει κάποιο κουτάκι με δαχτυλίδι να βάλει ένα τέλος. «Απλά προσπαθούσαμε να κανονίσουμε πότε βολεύει να παντρευτούμε σύμφωνα και με τους γονείς της Βασιλικής που ασχολούνται με αγροτικές εργασίες», μου λέει ο Ανδρέας και προσπαθεί να κρύψει το γέλιο του. «Αν νόμιζες ότι θα μιλήσεις με ένα πολύ ρομαντικό ζευγάρι, απ’ ό,τι βλέπεις είμαστε flat μέχρι αηδίας. Υποτίθεται ότι ο άντρας έπρεπε να κάνει την πρόταση, αλλά δεν έχουμε τέτοια. Δεν έχουμε εκπλήξεις. Μάλλον εκείνες οι πρώτες θυσίες που ήρθε Λάρισα μας έφτασαν. Ο Ανδρέας δεν είναι καλός στο να πάρει δώρα. Ξεκινήσαμε από πολύ νωρίς να έχουμε και τα λεφτά μας μαζί και τέτοια. Μια φορά που ο Ανδρέας είχε πάει να κάνει μάθημα σε μια ομάδα ατόμων με νοητική στέρηση στη Χαλκίδα, ήξερα ότι θα είναι εκεί με τους γονείς του. Επιστρέφει, λοιπόν, στη 1 το βράδυ – ήταν και του Αγίου Βαλεντίνου μάλιστα, και κρατάει μια τσαντούλα από ένα κατάστημα Ρεζέρβα που ήξερα ότι είχε απέναντι από το μέρος που έκανε το μάθημα. Όχι απλά δεν μου την έδωσε, αλλά ξέχασε ότι την έχει μαζί του και την άφησε κρεμασμένη στην πατερίτσα. Του λέω “τι είναι αυτό;” μου λέει “α πάρτο”, το ανοίγω, βλέπω μια καρδούλα με ένα αγγελάκι πάνω που γράφει “Σε αγαπώ Βασιλική” και του λέω “αυτό το πήρε η μαμά σου” και μου είπε “πού το ξέρεις;”. Μου είχε φέρει και κάτι στα γενέθλιά μου, το πρώτο δώρο που μου είχε πάρει ήταν αυτό. Ανοίγω την τσαντούλα, την ξετυλίγω, βλέπω μια κούπα, είχε ένα καφέ αρκούδι πάνω, δεν ήταν καν κάτι γλυκό. Ήταν ένα καφέ αρκούδι! Οπότε, έκτοτε, δεν έχουμε δώρα. Αφού λέει “ναι” σε όλα τα άλλα, σου λέει ας μην παίρνω και δώρα. Μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας».

24media

Παρόλ’ αυτά και οι δύο συμφωνούν ότι η εβδομάδα του γάμου, η ίδια η τελετή και το γαμήλιο ταξίδι ήταν από τις πιο όμορφες μέρες τους. «Ήμασταν αλλού. Είναι σαν να είσαι σε μια άλλη πραγματικότητα. Όσοι είναι απ’ έξω είναι δύσκολο να το καταλάβουν, αλλά όταν εμπεριέχει μια προσπάθεια και μια συγκίνηση παραπάνω λόγω συνθηκών. Ο πυρήνας είναι στο ότι είμαστε ένα ζευγάρι που θεωρούσαμε πάρα πολύ συγκινητικό το ότι εμείς οι δύο παντρευόμασταν. Θεωρούσαμε ιερή αυτή τη μέρα εμείς οι δύο ή το ότι βρεθήκαμε. Δεν είναι εύκολο να βρεθούν οι άνθρωποι και να συμβεί όλο αυτό».

Η καθημερινότητα κυλάει με τους δυο τους να μην κάνουν ιδιαίτερα όνειρα για το μέλλον, αλλά να ζουν το τώρα. Σήμερα, η Βασιλική έχει πάρει απόσπαση και δουλεύει στην Αθήνα, ενώ ο Ανδρέας εργάζεται πια ως ψυχολόγος στο δικό του γραφείο. Και οι δυο τους ασχολούνται με το θέατρο και τον χορό, με τον Ανδρέα να έχει αναλάβει τον ρόλο να κάνει την Βασιλική να πιστέψει στον εαυτό της. «Εγώ είμαι πολύ τεμπέλα, έλεγα συνέχεια ότι κάτι ήθελα να κάνω, αλλά δεν το είχα ψάξει και ιδιαίτερα. Όταν γνωρίστηκα με τον Ανδρέα για πρώτη φορά συμμετείχα μαζι του σε δυο παραστάσεις, είχα κομπλάρει απίστευτα. Ο Ανδρέας με βοήθησε πάρα πολύ στο να ξεκολλήσω από το μυαλό μου και να πιστέψω ότι μπορώ να το κάνω. Κάποια στιγμή ο Καραθάνος ζήτησε μέσω της στέγης σε μια οντισιόν άτομα με αναπηρίες. Εγώ συνόδευσα τον Αντρέα και τους μαθητές του και τότε μου ζήτησε ο μουσικός της παράστασης να μπω μέσα και με ρώτησαν αν μπορούσα να αφιερώσω χρόνο από την άδειά μου στις πρόβες. Εγώ δεν καταλάβαινα τι έβλεπαν σ’ εμένα κι εξήγησα ότι δεν έχω καμία σχέση με τον χώρο, αλλά κάπως έτσι έγινε η πρώτη παράσταση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, το 2015».

 

«Δεν πίστευε καθόλου στον εαυτό της, αλλά όταν της είπαν ότι θα παίξει στους Όρνιθες στην Επίδαυρο της είπα “τώρα το πιστεύεις ή ακόμα;», μου λέει ο Ανδρέας καμαρώνοντας για το δικό του κατόρθωμα να την πείσει ότι μπορεί, αλλά και για την ίδια και για όσα είχε καταφέρει. Ο ένας έχει αλλάξει πολύ χάρη στον άλλον, κι έχει κατορθώσει πράγματα που δεν πίστευε πως μπορούσε, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Εκ των πραγμάτων υπάρχουν δυσκολίες. Η Βασιλική δεν μπορεί να περπατάει μεγάλες αποστάσεις, όπως πάνω κάτω και ο Ανδρέας. Ξέρουν όμως ο ένας τα όρια του άλλου και ότι δε μπορούν να περπατούν γρήγορα. Οι δυο τους γνωρίζουν πώς ακριβώς θα κάνουν το κάθε τι ώστε να περάσουν καλά. «Υπάρχουν στιγμές που μπορεί να καταφέρουμε κάτι, κάτι μικρό και καθημερινό, το οποίο φαντάζει δύσκολο και ακατόρθωτο και λέμε “κοίτα που έγινε κι αυτό”. Για παράδειγμα το γραφείο του Αντρέα που το φτιάξαμε και έγινε όμορφο, ενώ δεν είχε τελειώσει καν το σπίτι μας και πηγαίναμε και καθόμασταν εκεί και το καμαρώναμε. Αυτή η χαρά, που λες πώς το έκανα, πώς έγινε και δεν το πιστεύεις ότι ολοκληρώθηκε. Το έχετε καταφέρει μαζί».

Είναι αυτά τα πράγματα που δεν φανταζόσουν ότι θα έκανες και τελικά είναι κάτι που έχετε κάνει μαζί.

Η σχέση τόσων χρόνων, για το μυαλό του Ανδρέα συντηρείται με την ειλικρίνεια. Γι’ αυτό της Βασιλικής, χρειάστηκε μάλλον μια μεγαλύτερη απάντηση. Κάπου εκεί έγκειται και η διαφορά των δύο φύλων άλλωστε: «Νομίζω το να μην επιτρέπεις να γίνεται flat η σχέση. Να μη γίνονται όλα ίσωμα. Πρέπει να ζορίζεσαι λίγο, να υπάρχει θεματολογία, αλλιώς δεν προχωράει ούτε η ζωή,ούτε η σχέση. Το γέλιο είναι επίσης πολύ σημαντικό».

Α: Αν ξέρεις ότι ο άλλος σε αγαπάει, ακόμα κι αν σε τσαντίσει κάποια στιγμή, ξέρεις το κίνητρό του και γιατί το κάνει. Ακόμα δηλαδή κι όταν εγώ της ασκούσα σκληρή κριτική για το θέατρο, σε σημείο που μπορεί να μην της άρεσε, ξέρει γιατί το έκανα.

Β: Είναι πολύ σημαντικό να μην υπάρχει εγωισμός. Εμάς τη σχέση μας τη σώζει η ανάλυση, γιατί είπαμε το ένα, τι σκεφτήκαμε για το άλλο. Δε μου αρέσει να μένουν άλυτα τα πράγματα.

Δε χρειάζεται τελικά καμία εξωπραγματική σωματική διάπλαση ή υπεράνθρωπη δύναμη για να νιώσεις ότι μπορείς να καταφέρεις το ακατόρθωτο. Παρόλο που η Βασιλική υποστηρίζει ότι δεν έχει πει ποτέ πως ο Ανδρέας είναι για εκείνη “το άλλο της μισό”, τα μάτια της και το χαμόγελό του δείχνουν ότι ξέρουν πως στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να το παραδεχτεί. Δε χρειάζεσαι δακρύβρεχτες ιστορίες και ήρωες ζωής για να γεμίσεις μερικές γραμμές με το πραγματικό νόημα που θα έπρεπε να έχει αυτή, αλλά και κάθε μέρα: υπάρχουν φορές που οι άλλοι μας κάνουν καλύτερους και αυτός είναι ένας πολύ καλός λόγος να είμαστε ερωτευμένοι με το “μαζί”.