ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Μιχάλης Ρακιντζής δεν είναι ο τύπος “by the book”

Περίμενα καιρό αυτή τη συναυλία. Για την ακρίβεια, πάντα περιμένω αυτή τη συναυλία, ακριβώς γιατί ποτέ δεν είναι η ίδια. Είχα να ακούσω τον Μιχάλη Ρακιντζή σχεδόν δυο χρόνια, από μια unplugged - ή, όπως θα έλεγε ο ίδιος «σχεδόν unplugged» - εμφάνισή του στο Gagarin 205.

Το συναίσθημα που γεμίζει το κεφάλι σου όταν συναντάς για πρώτη φορά τον τραγουδοποιό του οποίου οι δημιουργίες σε συντροφεύουν από όταν θυμάσαι τον εαυτό σου και στις οποίες ανατρέχεις πάντα για τους δικούς σου λόγους, είναι μια μείξη ενθουσιασμού, συστολής και ευγνωμοσύνης. Κι αυτό δεν ξεθωριάζει ούτε στη δεύτερη συνάντηση.

Επισκέφτηκα τον Μιχάλη Ρακιντζή νωρίς ένα βράδυ στο studio του, εκεί όπου περνά τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή, ανάλογα με την δημιουργική περίοδο, της νύχτας. Με υποδέχτηκε με μια κούπα καφέ στο χέρι. «Τα ωράριά μου είναι περίεργα, μπορώ να πάω για ύπνο στις δέκα, έντεκα το πρωί και να ξυπνήσω στις 8 το βράδυ. Δεν είναι ποτέ σταθερά». Δεν είναι μόνο θέμα του όγκου εργασίας, μου διευκρινίζει. «Μπορεί να μην έχεις μια συγκεκριμένη δουλειά να κάνεις, αλλά η θέληση να είναι μέσα σου και έτσι να θες να καταναλώσεις σε αυτή την προσπάθεια όσες ώρες αντέχει ο οργανισμός σου».

A post shared by Natali Tenenbaum (@metacapsule) on

 

Εκεί εντοπιζόταν και το βασικό μου ερώτημα σε σχέση με τη δημιουργική διαδικασία που ακολουθεί ο ίδιος στην καθημερινότητά του. Πώς εμπνέεται σε σχέση με το υλικό που θέλει να δουλέψει, από πού αντλεί τις μελωδίες και τα λόγια, πώς επισημαίνει τα περιστατικά της ζωής που τον οδηγούν στη δημιουργία. «Πώς γράφεις;», ήταν η πρώτη μου ερώτηση, σε έναν δημιουργό που δεν περνάει ημέρα χωρίς να γράψει κάτι, καθώς η μουσική ήταν αυτό που από πάντα ήθελε να δημιουργεί στη ζωή του. «Δεν υπάρχει περίπτωση να μη γράψω κάθε μέρα, είτε είναι Χριστούγεννα, είτε Πάσχα. Την Πρωτοχρονιά έκοψα την πίτα με τους δικούς μου και γρήγορα έτρεξα στο κομπιούτερ», είπε και συνέχισε να περιγράφει τη διαδικασία με την οποία δουλεύει πάντα. Η έμπνευση για τον Μιχάλη Ρακιντζή είναι κάτι εντελώς εσωτερικό, που δεν βρίσκει σπινθήρες και ερεθίσματα σε εξωτερικά στοιχεία ή άλλα περιστατικά. «Έμπνευση ίσως χρειάζεται λίγο ο στίχος. Η μουσική δεν χρειάζεται». Και, φυσικά, στη διαδικασία αυτή, τα δεδομένα συναισθήματα του δημιουργού μπορούν να παράξουν ένα αποτέλεσμα εντελώς αντίθετο από το αναμενόμενο, μου είπε, επιβεβαιώνοντας την υποψία μου ότι του έχει τύχει πολλές φορές με άσχημη ψυχολογική κατάσταση να δημιουργήσει ένα πολύ χαρούμενο κομμάτι και, φυσικά, το αντίστροφο. 

«Κιθαρίστας ή πιλότος;»

Αυτό θα ήταν το «γιοκαρινικό» (sic) δίλημμα στην περίπτωση που ο Μιχάλης Ρακιντζής είχε αμφιβολίες για τη δουλειά που επέλεξε να κάνει. «Ήθελα να ασχοληθώ με τη μουσική, ακόμα και σαν παιχνίδι. Από μικρός το έβλεπα σαν διασκέδαση. Θα μπορούσα να είμαι πιλότος ή μηχανολόγος, τα δυο πράγματα με τα οποία ασχολήθηκα. Αλλά μουσική και πάλι θα έκανα». Στην Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι συνήθως ευνοϊκά για όσους θέλουν να ασχοληθούν με τη μουσική ως κύριο επάγγελμα, είπε και συμπλήρωσε: «Αν αποφασίζεις ότι το θέλεις τόσο πολύ, πρέπει να ρισκάρεις». Έτσι η κουβέντα έφτασε στον πατέρα του, ο οποίος ήταν μεν μηχανικός στα καράβια, όμως έπαιζε εξαιρετική κρητική λύρα, χωρίς ποτέ να ακολουθήσει το επάγγελμα του μουσικού, γιατί η μόνη διέξοδος για τους παραδοσιακούς μουσικούς εκείνη την εποχή ήταν να εργαστούν στα πανηγύρια.

 

Το πρώτο ολοκληρωμένο του κομμάτι το έγραψε στις πρώτες τάξεις του δημοτικού και το ηχογράφησε σε κασέτα χρησιμοποιώντας ένα μαγνητόφωνο. Από τότε η μουσική που προτιμούσε ήταν, πλην της λύρας του πατέρα του, αποκλειστικά ξένη. «Ποτέ δεν άκουσα ελληνικά στο σπίτι. Οι γονείς μου δεν ήταν του λαϊκού. Άκουγα τον αμερικάνικο σταθμό της βάσης». Η ροκ των 70s βρισκόταν στην καρδιά των ακουσμάτων του. «Δεν έλεγα ότι θα γίνω σαν τον Robert Plant, αλλά μου άρεσε αυτή η εικόνα, η ελευθερία στη μουσική».

Ο παραμορφωτικός φακός της ελληνικής πραγματικότητας

Το ροκ στην Ελλάδα είναι για τον Μιχάλη Ρακιντζή μια πολύ παρεξηγημένη κατάσταση. «Στην Ελλάδα συνηθίζουμε να τα βλέπουμε όλα μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό. Όπως ο Δαλιανίδης παρουσίαζε τους χίπις χωρίς να έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, έτσι και το ροκ ήρθε στην Ελλάδα παραμορφωμένο. Το να τραγουδάς στην Πλάκα τραγούδια της αντίστασης, δεν είναι ροκ. Άλλο το πολιτικό τραγούδι και άλλο το ροκ. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να ακούσουμε κάτι ορίτζιναλ. Τα φτιάχνουμε όλα με έναν δικό μας τρόπο, δεν είναι κακό αυτό, αλλά κανονικά θα έπρεπε να τους δίνουμε άλλες ονομασίες». Επισημαίνει δε ότι οι δημιουργίες των νέων καλλιτεχνών σήμερα χαρακτηρίζονται σε πολλές περιπτώσεις από ένα κοινό στοιχείο: δεν υπάρχει ανάγκη για αμφισβήτηση των προηγούμενων γενιών.

«Η νεολαία εμπνέεται από τα επαναστατικά μουσικά κινήματα της εποχής της. Συνήθως τώρα δε γίνεται αυτό. Στην εποχή μου ήταν αδιανόητο να ακούσω κάτι που άκουγε μια γενιά πριν. Κάθε νεολαία χρειάζεται αυτά τα κινήματα, να ανοίγει τους δικούς της δρόμους. Σήμερα δε βλέπω κάτι τέτοιο, νομίζω υπάρχει πολύ πισωγύρισμα. Ίσως δεν υπάρχει η ανάγκη στα παιδιά για επανάσταση. Όταν λέω ‘επανάσταση’ εννοώ το να αμφισβητήσω τους προηγούμενους και να χαράξω δικούς μου δρόμους. Ίσως να δέχονται πιο εύκολα αυτό που ήδη βρίσκουν».

 

Στο σημείο αυτό τον διέκοψα για να ρωτήσω αν συμμερίζεται την προσωπική μου άποψη ότι με κάποιο τρόπο στην Ελλάδα, για διάφορους λόγους, ζήσαμε τις φάσεις της σύγχρονης ξένης μουσικής όλες μαζί και όχι διακριτά ή διαδοχικά και με τον τρόπο που αυτό συνέβαινε στο εξωτερικό,  κυρίως στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία. «Όταν πήγα στην Αγγλία να σπουδάσω που νόμιζα ότι ήμουν ροκάς, η ροκ είχε τελειώσει. Το οικοδόμημα αυτό τελειοποιήθηκε. Βγήκαν οι καλύτερες συνθέσεις. Αν όμως δεν μπορείς να προσθέσεις κάτι, το αφήνεις, και πας δίπλα, να χτίσεις κάτι δικό σου», προσθέτει, διευκρινίζοντας ότι δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη ορισμών στη μουσική, καθώς άλλο πράγμα είναι αυτό που έχει σημασία. Ως μουσικός έχει την αγωνία και την επιθυμία να ακούει νέα πράγματα και να ψάχνει νέες μορφές μουσικής. Και θέλει τα πάντα εκτός από ένα πράγμα: το εύκολο. Και, δυστυχώς, «το εύκολο είναι αυτό που δημοσιοποιείται κατά κόρον και επηρεάζει τον κόσμο. Αυτό κυριαρχεί. Θα ήθελα καινούργια ακούσματα και πράγματα που θα με εκπλήξουν. Έχουμε ακούσει τόση καλή μουσική που περιμένω να ακούσω κάτι όχι που θα τα ξεπεράσει, αλλά που θα αξίζει να υπάρχει σήμερα. Στρέφομαι πλέον σε κινήματα που μπορούν να διαμορφώσουν μουσικές και ψάχνω μικρές ομάδες ανά τον κόσμο που έχουν ιδιαιτερότητες που μπορούν να επηρεάσουν και το mainstream».

Για τον Μιχάλη Ρακιντζή, η φτώχεια στη μουσική έφερε την κυριαρχία των σχετικών reality shows, και όχι το ανάποδο, καθώς εκεί έξω υπάρχουν πολύ καλοί μουσικοί που παραγκωνίζονται από τις εταιρίες, τα media και οποιονδήποτε θεωρητικά θα μπορούσε να τους φέρει σε επαφή με τον πολύ κόσμο και έτσι είναι σαν να μην υπάρχουν. «Με τον χαρακτήρα που έχω δεν θα πήγαινα ως διαγωνιζόμενος σε reality, πόσο μάλλον ως κριτής. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορώ να κατακρίνω τα παιδιά που συμμετέχουν. Ίσως αν ήταν να ξεκινήσω στο σήμερα να ασχολούμαι με τη μουσική, να μην το επιχειρούσα καθόλου», απαντάει στην ερώτησή μου για το αν τα μουσικά reality αποτελούν μια διέξοδο από την οποία οι νέοι καλλιτέχνες μπορούν να κάνουν το πρώτο τους βήμα και να ακουστούν στο ευρύ κοινό.

«Είμαι λίγο insane με τη μουσική»

Την πρώτη φορά που είχα ακούσει δική του συναυλία με στοιχεία hard style, πριν από έξι χρόνια, είχα εκπλαγεί, καθώς δεν πίστευα ότι ο Μιχάλης Ρακιντζής – κι ας έχει γράψει όλα τα είδη της μουσικής – προτιμά κυρίως αυτά που έχουν ένταση και μάλιστα για την προσωπική του ψυχαγωγία. «Ήταν δοκιμές αυτά που έκανα. Κάποιος που άκουσε hard style κατάλαβε τι είναι. Για να βρεις τους κατάλληλους ήχους και να οργανωθείς γύρω από κάθε νέα μουσική θέλει πολλή δουλειά. Για να φτιάξεις μια ‘μπότα’ μπορεί να σου πάρει μήνες. Η μουσική για μένα είναι και αδρεναλίνη και πάντα με τράβαγαν τα σκληρά είδη, που είχαν ένταση».

 

Ο νέος δίσκος, που έχει για τίτλο το ίδιο επίθετο με το οποίο ο Μιχάλης Ρακιντζής χαρακτήρισε τον εαυτό του στο πλαίσιο της σχέσης του με τη μουσική – δηλαδή Insane – σύμφωνα με τον ίδιο δεν έχει συγκεκριμένο στιλ. Αλλά αυτό συνιστά και τη διαχρονική του συνέπεια ως μουσικός. «Από τότε που ξεκίνησα δεν είχα ένα συγκεκριμένο στιλ και δεν ήθελα να έχω ένα στιλ. Μου αρέσει η μουσική ό,τι στιλ κι αν έχει, δεν έχω ταμπού και γι’ αυτό ασχολούμαι με πολλά είδη. Από τον πρώτο δίσκο, είχα το ‘Μωρό μου Φάλτσο’, που ήταν μπαλάντα, και την ‘Ανατολή’, με την οποία όλα τα λαϊκά μαγαζιά άνοιγαν το πρόγραμμά τους». Ο ίδιος επιλέγει να μην ακολουθεί ένα είδος, απλώς επειδή το ακολουθεί ο περισσότερος κόσμος. Έχει σταματήσει να βγαίνει για να διασκεδάσει, αλλά αν πάει κάπου με μουσική, προτιμά να είναι ένα κλαμπ που να παίζει house, trance και ακόμα πιο σκληρές μουσικές.

Η περιοριστική αναγνωρισιμότητα

Μετά την ερώτηση για το χρονικό σημείο όπου κατάλαβε ότι είχε γίνει γνωστός έκανε μια μικρή αναδρομή στα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής του με τη μουσική. «Η αναγνωρισιμότητα είναι κάτι που δεν ήθελα, γιατί είναι περιοριστική. Όταν ήμουν μικρός κάναμε σχολικά συγκροτήματα και είχαμε το θράσος να πηγαίνουμε στην ΕΡΤ και να παίζουμε μουσική. Για μένα η αναγνωρισιμότητα ξεκίνησε με νορμάλ τρόπο. Τότε βέβαια κανείς δεν ασχολιόταν με τη μουσική για να γίνει γνωστός. Το έκαναν μόνο όσοι αγαπούσαν τη μουσική».

Όλα, όμως, άλλαξαν πάρα πολύ γρήγορα με το δίσκο «Μωρό μου Φάλτσο». «Τα ραδιόφωνα έπαιζαν τόσο πολύ από το πρωί ως το βράδυ το δίσκο που έπαιρνα την εταιρία μου και τους έλεγα να μειώσουν τον ραδιοφωνικό χρόνο γιατί θα τον σιχαθεί ο κόσμος. Θα βγάζω δεύτερο δίσκο και θα λένε ‘πάλι αυτός;». Μετά και την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου του, αποφάσισε να κάνει την πρώτη του εμφάνιση, η οποία ήταν σε ένα γήπεδο στην Κομοτηνή. Μέχρι να αποκτήσει είκοσι δικά του κομμάτια δεν πήγαινε να εμφανιστεί πουθενά, καθώς δεν ήθελε να ερμηνεύει και κομμάτια άλλων. «Εγώ είχα συγκεκριμένη θέση για τη μουσική και δεν πήγα πουθενά να παίξω, αν και το χρειαζόμουν γιατί δεν έκανα άλλη δουλειά». Σε μια εποχή αλλιώς εννοούμενης σε σχέση με σήμερα ευμάρειας, ένας επιχειρηματίας άνοιξε μια φορά μπροστά του μια βαλίτσα με λεφτά για να τον πείσει να εμφανιστεί στο χώρο του. «Με προσέβαλε τρελά, αλλά ήταν άλλες εποχές. Όταν πρωτοβγαίνεις σε πλησιάζουν πολλοί. Όλοι θέλουν να σε βάλουν δίπλα στο πρόγραμμα για ανανέωση».

Μια λιγότερο γνωστή ιστορία για το τραγούδι «Μωρό μου Φάλτσο»

 

Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η κυκλοφορία του Μιχάλη Ρακιντζή που προηγήθηκε του δίσκου «Μωρό μου Φάλτσο». «Έκανα ένα maxi single με το ‘Μωρό μου Φάλτσο’ και αισθανόμουν παράξενα που τραγουδούσα ελληνικά. Αισθανόμουν αμήχανα. Τον δίσκο τον έκανα με τον Άκη τον Γκολφίδη και ήταν σαν ανεξάρτητη παραγωγή. Εκείνος μοίρασε στα κλαμπ. Παιζόταν παντού αλλά κανείς δεν ήξερε ποιος τραγουδάει. Έγραφε πίσω ‘αυτό είναι ένα κοινό καταναλωτικό προϊόν και όπως τα χαρτομάντιλα δεν έχουν όνομα δημιουργού, έτσι δε χρειάζεται κι αυτό’. Όταν ολοκλήρωσα μια δουλειά στα ελληνικά και πήγα στη Minos ο πρώτος που συνάντησα ήταν ο κ. Μάτσας, που ήξερε τι τραγουδούσα και ξεκίνησα αστραπιαία”. Ο ίδιος επισημαίνει ότι, σε μια πορεία με πολλές εναλλαγές πριν ξεκινήσεις τις επιτυχίες, δε χρειάστηκε να κάνει οικονομικές θυσίες ή να σκεφτεί τον βιοπορισμό, καθώς είχε σταθεί τυχερός σε αυτό το κομμάτι.

Πώς έγινε, όμως το ‘κλικ’ και από τον αγγλικό στίχο πέρασε στον ελληνικό; “Είπα ή θα γράψω κάτι για να ξεκινήσω μια καριέρα ή θα γυρίσω στην Αγγλία να ασχοληθώ με ιπτάμενα μέσα ή με τη μηχανολογία. Είπα ‘ή τώρα ή ποτέ’ για την επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική. Ο χρόνος των δοκιμών είχε τελειώσει”. Αν δεν έβγαινε η δοκιμή; Είχε πρόβλημα να χτυπήσει μια πόρτα. Ευτυχώς η πρώτη που είχε χτυπήσει και είχε ανοίξει αμέσως, αυτό δε είχε συμβεί σε μια εποχή που δύσκολα είχες πρόσβαση στις δισκογραφικές εταιρίες, που όλοι είχαν πλατινένιους δίσκους και που ο χειρότερος πουλούσε 20 χιλιάδες κομμάτια.

Σήμερα, φυσικά, όποιος θέλει μπορεί να πληρώσει την παραγωγή του και να βγάλει τη δουλειά του προς τα έξω. «Αν η εταιρία δεν έχει έσοδα από πωλήσεις, προσπαθεί να επιζήσει με τα γύρω. Υπογράφουν τους καλλιτέχνες ‘360’, όπως είναι η ορολογία. Θέλει ένα παιδί να δουλέψει και από εκεί που στην εμφάνισή του είναι να πάρει κάτι, η εταιρία θα του ζητήσει ποσοστό. Δεν το βρίσκω αξιοπρεπές αυτό».

Η μοναχική πορεία

Τον νέο δίσκο «Insane» θα παίξει για πρώτη φορά λάιβ στις 2 Μαρτίου στο Gagarin 205 κι έτσι η κουβέντα πήγε σύντομα στα σχήματα από τα 90s, που έχουν αρχίσει να πληθαίνουν στη νυχτερινή ζωή της Αθήνας. «Δεν είχα σχέσεις με τους συναδέλφους ούτε εκείνη την εποχή. Πάντα με θυμάμαι μόνο μου. Δεν ξέρω γιατί. Εκτός από λίγες συνεργασίες που κάναμε σε λάιβ, όπως με τη Σοφία Αρβανίτη. Είμαι μοναχικός. Δεν είμαι της νοοτροπίας των σχημάτων. Δεν κάνω συναυλίες για να διασκεδάσω τον κόσμο ή για να διασκεδάσω εγώ. Παίζω τη μουσική μου και έχω άλλο connection με τους ανθρώπους που έρχονται. Μπορείς να το πεις ψυχαγωγία. Έχω άλλη ανάγκη όταν πάω να δω το αγαπημένο μου συγκρότημα, δεν πάω για να ξεσκάσω».

 

Φυσικά η επόμενη ερώτηση δεν αφορά την ίδια την προσωπική του ζωή αλλά το πόσο άβολο μπορεί να είναι να σε ρωτούν γι’ αυτή, όταν ως άνθρωπος είσαι μοναχικός και low key. «Εξαρτάται ποιος σε ρωτάει. Δεν κοκκινίζω αλλά νομίζω ότι δε θα γίνει κανένας σοφότερος αν του δώσω δυο λεπτομέρειες για τη ζωή μου. Το θεωρώ λίγο χαζό. Δεν είναι και μέσα στα δικά μου ενδιαφέροντα η σχέση του άλλου. Με ενδιαφέρει αυτό που κάνει. Εξάλλου αν ακούσω τη μουσική του, ξέρω απόλυτα ποιος είναι. Μιλάω για τον δημιουργό, τον συνθέτη. Μπορώ να καταλάβω το IQ του. Όσο κι αν προσπαθήσει να βγει μπροστά ή να πάει πιο πίσω, η μουσική του συνθέτη είναι η ταυτότητά του, χωρίς να παίζει ρόλο αν είναι πιο απλή ή πιο σύνθετη».

Ο βιομηχανικός ρομαντισμός του Μιχάλη Ρακιντζή

Ο νέος δίσκος «Insane» και το τι θέλει να εκφράσει εναπόκειται στην πλήρη υποκειμενικότητα κάθε ακροατή, σύμφωνα με τον δημιουργό του. «Εγώ νομίζω ότι έχω κάνει κάτι διαφορετικό γιατί γνωρίζω ακριβώς πώς χειρίζομαι τα πράγματα στη μουσική. H μουσική είναι ψυχολογία και συναίσθημα”, τονίζει, προσθέτοντας ότι ένας φίλος του μουσικός του είπε πρόσφατα ότι τον χαρακτηρίζει ο «βιομηχανικός ρομαντισμός» και ότι προσπαθεί να τον πείσει να κάνει ένα unplugged. «Προσπαθεί πολύ, αλλά του λέω ότι νυστάζω με το unplugged», λέει και γελάει.

 

Η κουβέντα μας τελείωσε με ένα υποθετικό ταξίδι στο χρόνο και την ερώτηση αν θα άλλαζε κάτι στην πορεία του. «Πάντα ήθελα να κάνω μουσική εκεί που ήταν η πηγή της μουσικής που γούσταρα. Αν ήταν να αλλάξω κάτι, θα έμενα Αγγλία. Με έφερε πίσω και με κράτησε ο στρατός και μετά ερχόταν το ένα μετά το άλλο. Δεν πρόλαβα το Σένγκεν και έπρεπε να έχω πράσινη κάρτα για παραμονή».

Ο «βιομηχανικός ρομαντισμός» του Μιχάλη Ρακιντζή θα παρέμενε στη μουσική του ή, έστω, θα κυριαρχούσε σε κάποιο κομμάτι της, σε όποια γλώσσα κι αν την τραγουδούσε και σε όποιο μέρος κι αν την έγραφε και την ερμήνευε. «Δεν είμαι ο τύπος by the book» ανέφερε κάποια στιγμή στην κουβέντα. Σίγουρα δεν είναι. Είναι όμως αναπάντεχα οικείος και οικεία αναπάντεχος. Είναι ο άνθρωπος που ταυτόχρονα «θα ψάχνει το κορίτσι του» σε κάποιο ελληνικό νησί και που θα πειραματίζεται με τη μουσική του γιατί αυτό αποτελεί την πρωταρχική του ανάγκη, κι ας σβήσει κάθε κομμάτι που έγραψε σε μια μέρα, στην προσπάθειά του να αναζητήσει και να αποτυπώσει το καινούργιο, το πρωτόγνωρο, αυτό που πάλλεται από μια δική του ενέργεια κι όχι από ετερόφωτα στοιχεία μιας υποτιθέμενης πρωτοτυπίας.

Ο Μιχάλης Ρακιντζής σου δίνει τις νότες και τους στίχους. Το συναίσθημα το βάζεις εσύ. Κι αυτή η μουσική ελευθερία μέσα στην οποία εκφράζεται είναι που τον καθιστά μοναδικό στο είδος του.

 

Ο Μιχάλης Ρακιντζής θα εμφανιστεί στο Gagarin 205 στις 2 Μαρτίου 2018.