ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Ο Διονύσης Ατζαράκης και ο Θωμάς Ζάμπρας δεν θα cinέλθουν ποτέ

Πάνε αρκετά χρόνια, έξι ή και επτά, όταν είχα πάει σε μια pub στους Αμπελόκηπους για μια βραδιά stand up comedy. Εκεί, είχα δει στα πρώτα τους βήματα (hipster πριν από τους hipster), όλους τους κωμικούς που μας κάνουν σήμερα να ξεκαρδιζόμαστε, με μοναδικό τους όπλο ένα μικρόφωνο - εντάξει, και το μυαλό τους.

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι πάντα έβρισκα ασύλληπτα γοητευτικό το έξυπνο χιούμορ, ή το ότι με ενθουσιάζει το να μπορεί να κάνει κάποιος το κοινό να γελάσει τόσο δυνατά χωρίς σκηνικά, κοστούμια ή μια συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά από την πρώτη εκείνη φορά που ήρθα σε επαφή με το stand up comedy, έβλεπα το μέλλον που είχε στην Ελλάδα κάτι τόσο ιδιοφυές και αληθινά αστείο. Δεν είχα φανταστεί βέβαια ότι ένα δίδυμο κωμικών μπορούν να γεμίζουν ένα θέατρο σαν το Coronet, οπότε όταν παρακολούθησα από κοντά την μεταφορά του “Cineλθετε” από την τηλεόραση στο σανίδι, δεν γινόταν να μη γράψω γι’ αυτό.

Ο Θωμάς Ζάμπρας πρωτοσυναντήθηκε με τον Διονύση Ατζαράκη όταν κέρδισε σε ένα open mic, όπου “πήγε για την εμπειρία”. Το έπαθλο ήταν το εισιτήριο για μια επαγγελματική βραδιά stand up, την οποία και παρουσίαζε ο Διονύσης. “Χαζοταίριαζαν το πώς βλέπαμε τα πράγματα γύρω από την ποπ κουλτούρα, και την κωμωδία, τα βρήκαμε και τότε μου έκανε την πρόταση να γράψουμε μαζί τον τότε πιλότο για αυτό που έγινε μετά το Cineλθετε“, μου λέει ο Θωμάς όσο περιμένουμε τον Διονύση να φανεί στο ραντεβού για τη συνέντευξη, το οποίο πέρασε ομολογουμένως από σαράντα κύματα.

Μιλάμε για τον λόγο που διάλεξε να ακολουθήσει το stand up επαγγελματικά και φυσικά η πηγή του “κακού” βρίσκεται στην αγάπη του για το χιούμορ. “Το χιούμορ ήταν ένα από τα πράγματα που μου άρεσαν από πολύ μικρή ηλικία και ως θεατής, να το εισπράττω, και μετά μου άρεσε να προκαλώ γέλιο και να είμαι αστείος στην παρέα. Το χιούμορ το χρησιμοποιούσα και για άλλους λόγους βέβαια, για μορφή άμυνας, ήταν σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Το stand up με κέρδισε λόγω της αμεσότητας που έχει. Σκέψου πώς είναι να γράφεις τα κείμενά σου στο Word και να παίρνεις feedback τη στιγμή που πληκτρολογείς την κάθε λέξη. Δεν περίμενα ποτέ ότι υπάρχει η δυνατότητα να βγάλεις λεφτά από αυτό ή ότι θα το ακολουθούσα επαγγελματικά“.

 

Σχεδόν καρμικά, η συζήτηση που θα διακόψει ο Διονύσης κινείται πια γύρω από το πώς δέχτηκαν οι γονείς τους το stand up comedy σαν επαγγελματική επιλογή. “Τώρα θα ακούσεις δύο πολύ διαφορετικές ιστορίες”, μου λέει ο Διονύσης και υπόσχομαι να βάλω πρώτη τη δική του απάντηση για να κλείσει λίγο πιο χαρούμενα αυτό το topic με τον Θωμά.

Διονύσης:Επειδή το stand-up comedy είναι λίγο «ανορθόδοξο» μονοπάτι καριέρας στα μάτια του μέσου γονέα, ισχύει πως στην αρχή, για κάμποσα χρόνια, στους δικούς μου δεν άρεσε σαν επιλογή. Το θεωρούσαν δύσκολο και αβέβαιο επάγγελμα. Όλα αυτά όμως μέχρι να δουν ότι πετυχαίνει. Όταν είδαν πλέον πως μου πάει καλά, ο κόσμος το στηρίζει φουλ και βγάζει νόημα και από οικονομικής άποψης, … πάλι δεν τους αρέσει σαν επιλογή. Ναι, δεν ξέρω ποια είναι η φάση τους“.

Θωμάς:Το ξεκίνημα να κάνω stand up comedy συνέπεσε λίγο με την συνειδητή απόφασή μου να σταματήσω το πανεπιστήμιο, οπότε ήταν λίγο συνδυασμένα στο μυαλό τους αυτά τα δύο. Δεν τρελάθηκαν κιόλας που δεν πήρα ένα χαρτί και ακολούθησα κάτι τέτοιο. Όταν είδαν όμως ότι είμαι καλός και μου αρέσει, είχα αρκετή στήριξη. Για καιρό βέβαια, δεν έδειχνα τη δουλειά μου στους γονείς μου, για το χάσμα γενεών στο χιούμορ, δεν ήξερα πώς θα τους φανεί. Όταν το έκανα, τους άρεσε κιόλας, οπότε το χαίρονται και οι ίδιοι“.

Δεδομένου ότι ο Διονύσης χρησιμοποιεί τη σχέση του με τους γονείς του και ως ένα από τα θέματα γύρω από τα οποία κινείται στην παράσταση “Cineλθετε”, αλλά κι εφόσον όλοι οι κωμικοί ξεκινούν συχνά – πυκνά πολλά από τα νούμερά τους με την φράση “τώρα θα σας πω μια αληθινή ιστορία”, θα έσκαγα αν δεν ρωτούσα πόσο αληθινές είναι αυτές οι ιστορίες. “Όλα έχουν μια βάση αλήθειας, πολύ σπάνια θα βγάλεις κάτι από το πουθενά, αλλά δεν είναι όλα εντελώς αλήθεια. Παίρνεις μια πραγματική ιστορία και προκειμένου να την πας στην κωμική της διάσταση, πρέπει να υπερβάλλεις λίγο, να την τραβήξεις. Αλλά πάντα έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία ή είναι κάτι που έχεις ακούσει να συμβαίνει, δεν υπάρχει κάτι που να είναι αποκύημα φαντασίας“.

Stand up Comedy – How to

Ένα από τα βασικά κομμάτια μιας παράστασης, είναι το κείμενο. Για τα αγόρια που έχω απέναντί μου, αυτό είναι και το πιο δύσκολο πράγμα στη δουλειά τους. “Αυτό είναι που κάνει το stand up πιο απαιτητικό σαν είδος. Είναι δύσκολο να πρέπει να είσαι μιάμιση ώρα πάνω στη σκηνή και να είσαι συνεχόμενα αστείος, από πλευράς συγγραφής. Αλλά η ανταμοιβή, όταν το πετυχαίνεις και ακούς τα γέλια, είναι αυτό που μας χαροποιεί“.

Ο Διονύσης προτιμά να λειτουργεί κάπως σαν “μηχανή παραγωγής αστείων”, αφού τον βολεύει να αφιερώνεται για μέρες στο γράψιμο: “Με βολεύει πολύ το “κάτσε, συγκεντρώσου” και τότε μου έρχονται καλά αστεία. Στην αρχή δε βγαίνει τίποτα, απελπίζομαι, σκέφτομαι ότι δε θα ξαναγράψω ποτέ αστείο και μετά, μαγικά κάπως, αρχίζουν να έρχονται. Συνήθως αν δοκιμάσουμε κάποιο αστείο πριν την παράσταση θα είναι σε κωμικούς, γιατί ο μέσος άνθρωπος δεν έχει φίλτρο να καταλάβει αν κάτι θα είναι όντως αστείο πάνω στη σκηνή. Ο κωμικός μπορεί να το διακρίνει αυτό. Εγώ όμως νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια να δοκιμάσω κάτι καινούριο στη σκηνή, χαλαρά, στο πλαίσιο της βραδιάς, που ο κόσμος θα γελάει και θα μπορώ πολύ εύκολα να φύγω απ’ αυτό αν δεν πάει καλά, αντί να πω σε κάποιον “άκου έχω αυτό”.

 

Ο Θωμάς απ’ την άλλη δε λειτουργεί καθόλου έτσι. Μου δείχνει στο κινητό του μια ατέλειωτη σελίδα με σημειώσεις για αστεία. “Θα δοθεί μια αφορμή, θα σημειώσεις ένα αστείο κάπου, ίσως το δοκιμάσεις σε πρώιμη μορφή να το πετάξεις σε κάποια παράσταση και βλέπεις πώς πάει. Ή παίρνεις μια αστεία ιδέα ή ατάκα και τη δοκιμάζεις και στην παρέα σου. Κι αυτό είναι μια καλή περίπτωση. Και μετά αυτό το διευρύνεις με κωμικά η φανταστικά στοιχεία. Εγώ συνήθως δουλεύω με πράγματα που μου έρχονται σε άσχετες στιγμές και τα έχω γράψει κάπου“.

“Το πιο δύσκολο κι αυτό που με χαροποιεί ταυτόχρονα είναι ακριβώς το να γράφεις καινούρια αστεία και να τα δοκιμάζεις. Είναι πολύ περίεργο συναίσθημα ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Μαθαίνεις λίγο τι να περιμένεις δε θα πέσεις και 100% έξω, αλλά αυτό το άγχος που μαζεύεται μέχρι να φτάσεις να πεις το καινούριο σου αστείο είναι πολύ δύσκολο πράγμα“.

Όταν δοκιμάζεις ένα καινούριο κείμενο και πηγαίνει καλά είναι σαν να κάνεις μυτιά κοκαΐνης. Η επιβράβευση της δημιουργικότητάς σου σε real time είναι φοβερό πράγμα. Όσο αγχώνεσαι να θυμηθείς τα λόγια σωστά, να τα πεις, να μην το αδικήσεις σαν κείμενο, όσο δύσκολο είναι αυτό, τόσο γαμάτο συναίσθημα είναι να δοκιμάσεις το καινούριο αστείο και να πάει.

Στα της θεματολογίας που χρησιμοποιεί ο καθένας τους, η επιλογή είναι ξεκάθαρα προσωπική και θέμα γούστου. Ο Διονύσης εξηγεί: “Παλιότερα, δεν έδινα ιδαίτερη βάση στη θεματολογία. Δηλαδή έγραφα απλά για ό,τι μου φαινόταν αστείο.Τα αστεία ήταν που καθόριζαν τη γενικότερη θεματολογία του μονολόγου. Όσο περνάνε τα χρόνια όμως, αρχίζει να σε ενδιαφέρει περισσότερο το τι θα πεις πάνω στη σκηνή. Υπάρχουν θέματα που μπορεί να σε ιντριγκάρουν και για τα οποία τελικά θέλεις όντως να μιλήσεις. Οπότε από ένα σημείο και μετά, ο γενικότερος προσαναλισμός του μονολόγου καθορίζεται περισσότερο από τα θέματα στα οποία επιλέγεις να αναφερθείς. Δηλαδή πλέον σκέφτεσαι “θελω να μιλήσω γι’ αυτό, πάμε να δούμε πώς μπορώ να το κάνω αστείο“.

Αν υπάρχει κάτι που θεωρώ πως μπορεί να προσβάλει κάποιον, είναι πολύ σημαντικό να κάνω σαφές ότι αυτό είναι κωμωδία και όχι αυτό που πιστεύουμε ή θα έπρεπε να πιστεύουμε.

Ο Θωμάς από την άλλη χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα ένα δικό του νούμερο που κινείται γύρω από καθημερινές φράσεις που λέμε, και ποια μπορεί να είναι η προέλευσή τους και πώς προέκυψαν. “Μου αρέσουν πάρα πολύ οι περίεργες οπτικές σε πράγματα που ξέρουν όλοι. Όταν στέκεσαι λίγο πιο πίσω και παρατηρείς τα καθημερινά πράγματα που λένε όλοι. Αυτή είναι και η δουλειά του κωμικού επίσης, η παρατήρηση. Μου αρέσει πολύ και το ειρωνικό χιούμορ“.

Όσο για τις πρόβες; Δεν χρειάζονται. “Αυτό που κάνει το stand up διαφορετικό σε σχέση με όλα τ άλλα είδη είναι ότι πρέπει να σου δίνει μια αίσθηση ή έστω ψευδαίσθηση, ότι είναι φυσικό, αυθόρμητο, ότι μπορεί να βγαίνει εκείνη τη στιγμή, ενώ πολύ συχνά δεν βγαίνει και δεν είναι ένας ρόλος, αλλά μια προέκταση του χαρακτήρα του εκάστοτε κωμικού. Ακόμα κι όταν θες να παίξεις λοιπόν ένα κομμάτι είναι σημαντικό να ταιριάζει με το πώς εσύ όντως θα έκανες κάτι τέτοιο. Πολύ σπάνια στο stand up θα υποδυθούμε κάποιον άλλον, ακόμα κι όταν το κάνουμε θα είναι μέσα στα δικά σου υποκριτικά όρια. Είναι πολύ πιο σημαντικό αυτό που θα κάνεις να είναι κοντά σε σένα, παρά να είναι ακριβές, γιατί θα φανεί στο κοινό ότι υπερπροσπαθείς για να το πετύχεις και χάνεται αυτή η αμεσότητα“, μου λέει ο Διονύσης, ενώ και οι δύο απορρίπτουν κατηγορηματικά την πρότασή μου για πρόβα μπροστά σε καθρέφτη ή σε κάποιο δικό τους πρόσωπο.

Το κοινό

Παρατηρώντας τον Θωμά στο Coronet, σχολίασα τα χιλιόμετρα που διανύει πέρα – δώθε στη σκηνή την ώρα που κάνει το νούμερό του: “Μου αρέσει να κινούμαι πάνω στη σκηνή, να γυρίζω το κεφάλι μου και να βλέπω διαφορετικά πρόσωπα του κοινού, απλά θέλει μια ισορροπία γιατί καμια φορά άμα ξεχαστώ πηγαίνω πάνω κάτω, από τη μια πλευρά στην άλλη και γίνεται υπερβολικό όλο αυτό“.

Πέρα από τις κλεφτές ματιές του Θωμά στα κεφάλια που έχουν πληρώσει για να γελάσουν με τα αστεία τους, η επαφή τους με το κοινό γίνεται λίγο πιο προσωπική όταν θα τους απευθύνουν κάποια ερώτηση και σχεδόν πάντα θα βρεθεί κάποιος να τους απαντήσει.

Διονύσης: “Είναι πολύ λεπτή η ισορροπία όταν μιλάς με το κοινό. Μπορεί να γίνει άβολο κι εμείς δεν το θέλουμε καθόλου, οπότε είμαστε πολύ προσεκτικοί, ώστε να είναι κάτι αστείο χωρίς να είναι προσβλητικό. Όντως μπορεί να πάει σε άβολα μονοπάτια η συζήτηση, αλλά σε κανένα σημείο δε θα προσβάλλεις το κοινό. Υπάρχει ακόμα αυτή η πεποίθηση και φοβάται ο κόσμος ότι θα έρθει και θα τους κάνουμε ρεζίλι”.

Θωμάς: “Ήταν κάτι που γινόταν παλιότερα στο ελληνικό stand-up, αλλά πλέον έχει εκλείψει σαν τακτική και δεν είναι κάτι που κάνουμε κι εμείς προσωπικά”.

Διονύσης: “Το κοινό που δεν έχει δει stand up comedy νομίζει πως όλη η παράσταση κινείται γύρω απ’ αυτό. Δεν είναι έτσι. Δηλαδή σε μια παράσταση μιας ώρας, άντε να ασχοληθείς με το κοινό πέντε λεπτά, έτσι για να σπάσει ο πάγος. Δε θέλουμε ούτε κι εμείς να κάνουμε τον κόσμο να νιώσει άβολα”.

Ρίχνω στο τραπέζι το όνομα και τη “σχολή χιούμορ” του Μάρκου Σεφερλή και συζητάμε για το αν έχει αλλάξει το χιούμορ των ανθρώπων με τα χρόνια.

Θωμάς: Δε σημαίνει ότι αν το κοινό γελάει με κάτι το οποίο θεωρείται, ας πούμε, κωμικά υποδεέστερο επειδή έτσι έχει μάθει για χρόνια, δε μπορεί να γελάσει με το stand up που έχει αμερικάνικες επιρροές. Μια χαρά μπορεί να καταλάβει τα δικά μας αστεία και είναι ανοιχτό στο να έρθει να μας δει και παράλληλα μπορεί να πληρώνει και να πηγαίνει να βλέπει Σεφερλή. Δεν σημαίνει ότι το ένα είναι καλό και το άλλο είναι κακό.

Διονύσης: Από εκεί και πέρα είναι σημαντικό να έρχεται ο κόσμος σε επαφή με κάτι πιο μοντέρνο. Για μένα είναι πιο προβληματικό να βλέπεις στην τηλεόραση να πλασάρονται σαν τις τοπ δουλειές ορισμένες σειρές με πολύ παλιακό χιούμορ. Αυτό είναι κρίμα γιατί ο κόσμος μαθαίνει και συνηθίζει σ’ αυτό, ενώ είναι ωραίο να συνηθίζει σε κάτι πιο πρόσφατο και σύγχρονο.

Θωμάς: Ο κόσμος έχει έρθει σε επαφή με καλές αμερικάνικες σειρές και τέτοιου είδους χιούμορ και είναι λογικό να αρχίσει να το ζητάει. Δεν γίνεται να κάνουμε πάντα τα ίδια πράγματα που κάνουμε τριάντα χρόνια τώρα.

Φυσικά, το Cineλθετε είναι ακριβώς αυτό που περιγράφει ο Θωμάς. Στα δεκαέξι επεισόδια που βγήκαν στον αέρα, τα παιδιά εισήγαγαν στην ελληνική τηλεόραση ένα πολύ διαφορετικό είδος χιούμορ, ξεκάθαρα επηρεασμένο από την αμερικάνικη tv. Και άρεσε, και μάλιστα πολύ. Πόσο εύκολο είναι όμως για έναν κωμικό να ακολουθήσει τις γραμμές της ελληνικής τηλεόρασης και να συνεχίσει να είναι αστείος; “Η τρομερή πλάκα στην τηλεόραση είναι ότι κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς απαγορεύεται. Δεν υπάρχουν επίσημοι κανόνες πέρα από το ότι απαγορεύεται να κάνεις άμεση διαφήμιση. Το τι λέξεις μπορείς ή δε μπορείς να χρησιμοποιήσεις και το τι μπορείς ή δε μπορείς να δείξεις από βία, επαφύεται στην κρίση κάποιων στο ΕΣΡ. Ουσιαστικά κανείς δεν ξέρει περί τίνος πρόκειται, απλά υπάρχει μια παράνοια όπου κανείς δε ρισκάρει τίποτα για να μην υπάρξει η πιθανότητα να φάνε πρόστιμο“. 

Υπάρχει ένα κόλπο που δεν πρέπει να μάθουν ποτέ οι άνθρωποι της τηλεόρασης και βασικά είναι το να μη ρωτάς. Αν ρωτήσεις αν επιτρέπεται κάτι, πιθανότατα θα σου πουν όχι γιατί απλά φοβούνται για τα πρόστιμα. Αν δεν ρωτήσεις, θα περάσει λογικά και δε θα γίνει και τίποτα, εκτός αν κάνεις κάτι ακραίο.

Για το φινάλε κράτησα κάτι το οποίο σκέφτομαι κάθε φορά που παρακολουθώ μια παράσταση stand up comedy: “Πώς γίνεται να μη γελάνε ποτέ οι κωμικοί;”. Οι απαντήσεις του Θωμά και του Διονύση, αν και απόλυτα λογικές, εμένα συνεχίζουν να μου φαίνονται παράλογες και λίγο αστείες. “Οι κωμικοί γενικότερα γελάνε πιο δύσκολα γιατί έρχονται σε επαφή με τόσα κωμικά πράγματα, γράφουν οι ίδιοι ή βλέπουν άλλα αστεία, οπότε αρχίζουν και βλέπουν λίγο μηχανικά το αστείο. Είναι όμως πολύ ωραίο συναίσθημα για μένα να ακούσω το αστείο ενός κωμικού και να με πιάσει και να γελάσω έτσι αυθόρμητα εκεί που δεν το περιμένω, ακριβώς επειδή γίνεται δύσκολα“, λέει ο Θωμάς, αλλά και ο Διονύσης δεν ξεκαρδίζεται κιόλας: “Αν ακούσεις ένα πολύ ωραίο αστείο, το βλέπεις σαν δουλειά. Λες “πολύ ωραίο αστείο”, χωρίς όμως να γελάσεις. Χάνεται δηλαδή ο αυθορμητισμός του να γελάσεις με κάτι όντως αστείο“.

Την Παρασκευή, 7/4 είναι η τελευταία σου ευκαιρία να δεις την παράσταση των παιδιών στο Coronet, στο Παγκράτι. Σταματάνε τις παραστάσεις γιατί θέλουν να πάρουν μπόλικο χρόνο για να γράψουν. Δεν ήθελαν να κάνουν κάποιο σπόιλερ για το νέο πρότζεκτ τους, αλλά ακούστηκε πολλά υποσχόμενο.

Πληροφορίες: Coronet, Φρύνης 11, Παγκράτι. Τηλ: 21 0701 2123

Φωτογραφίες: Μάνος Ατζαράκης