WOMEN TODAY

Έμιλι Ντίκινσον: Η ποιήτρια που δεν άντεχε να ζει φωναχτά

Εκούσια απομονωμένη έβλεπε τον κόσμο κρυμμένη πίσω από ένα παράθυρο και έγραφε για τη μοναξιά, τη θλίψη, τη χαρά, τον έρωτα και το θάνατο. Η Έμιλι Ντίκινσον μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες όλων των εποχών γεννήθηκε σαν σήμερα στις 10 Δεκεμβρίου το 1830 στο Άμερστ της Μασαχουσέτης.

Η γυναίκα που άλλαξε την αμερικανική ποίηση θεωρείται πρόδρομος του μοντερνισμού αν και τα περισσότερα ποιήματά της γράφτηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο πατέρας της ποιήτριας, Έντουαρντ Ντίκινσον, είχε σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και εργαζόταν ως δικηγόρος στο Άμερστ της Μασαχουσέτης, ενώ αργότερα εκλέχθηκε μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Συγκλήτου της πολιτείας και μέλος του Αμερικάνικου Κογκρέσου. Στις 6 Μαΐου 1828, παντρεύτηκε την Έμιλι Νόρκρος Ντίκινσον και έκαναν τρία παιδιά: τον Γουίλιαμ Ώστιν, την Έμιλι Ελίζαμπεθ και τη Λαβίνια Νόρκρος

 

Η Έμιλι Ντίκινσον προερχόταν από μια οικογένεια με ρίζες στη Νέα Αγγλία: οι πρόγονοί της έφτασαν στη Αμερική κατά το πρώτο μεταναστευτικό πουριτανικό κύμα. Συνεπώς, η αυστηρή προσήλωση της οικογένειάς της στον προτεσταντισμό επηρέασε και το έργο της ποιήτριας.

Στα 20 χρόνια της αποφάσισε να μείνει κλεισμένη στο σπίτι της. Η απομόνωση ήταν η επιλογή της και την τήρησε χωρίς παρεκκλίσεις. Ακόμα κι όταν ο πατέρας της πέθανε εκείνη δεν παρευρέθηκε στην κηδεία προτιμώντας να παρακολουθεί πίσω από μία μισάνοιχτη πόρτα.

Έγινε τότε γνωστή ως “λευκή γυναίκα,” λόγω της τάσης της να φορά μόνο λευκά ρούχα στις σπάνιες περιπτώσεις που έβγαινε από το “Homestead”, το σπίτι που πέρασε όλα τα χρόνια της ζωής της.

 

Το 1854, γνώρισε τον πάστορα Τσαρλς Γουάντσγορθ σε ένα ταξίδι στην Φιλαδέλφεια. Ορισμένοι κριτικοί πιστεύουν ότι οι ρομαντικοί στίχοι των ποιημάτων της τα επόμενα χρόνια προέρχονταν από τον πλατωνικό έρωτά της για τον πάστορα, ωστόσο η ίδια τον αποκαλούσε “τον πιο κοντινό της άνθρωπο πάνω στη γη”.

Το 1858 υπήρξε η πιο παραγωγική περίοδος της. Λίγο πριν φτάσει τα 35 είχε γράψει περισσότερα από 1.100 ποιήματα από τα οποία δημοσιεύτηκαν μόνο πέντε από τα οποία τρία ανώνυμα και ένα εν αγνοία της ίδιας της ποιήτριας.

Επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το θρησκευτικό συντηρητισμό της οικογένειάς της, αλλά και του αστικού πουριτανικού περιβάλλοντος της πόλης όπου ζούσε, ενώ φαίνεται να αντλεί επιρροές και από τους μεταφυσικούς Άγγλους ποιητές του 17ου αιώνα. Θαύμαζε τον Τζον Κητς και τους Ρόμπερτ και Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ.

 

Βυθισμένη στην κατάθλιψη περνούσε ώρες γράφοντας. Κανείς δεν ήξερε πόσο παραγωγική ήταν. Όλη αλήθεια αποκαλύφθηκε μετά το θάνατό της.

Είχε ζητήσει, μετά το θάνατό της, από τη μικρότερη αδελφή της Λαβίνια, να καταστρέψει όλες τις επιστολές της. Με αυτό τον τρόπο, η Λαβίνια ανακάλυψε 1700 ποιήματα της Έμιλι κρυμμένα στα συρτάρια του δωματίου της. Ο πρώτος τόμος ποιημάτων της εκδόθηκε μετά θάνατον το 1890 κι ο τελευταίος το 1955.

Η Ντίκινσον πάλεψε με το μυαλό της όμως όπως η ίδια έλεγε αυτό διαθέτει διαδρόμους που την υπερέβαιναν. Έσβησε στα 56 της ”τόσο ανεπαίσθητα, σαν μία μικρούλα λύπη. Παντού σκορπίστηκε σιωπή, παντού γαλήνη,

Σαν ξαφνικά το σούρουπο μεγάλο να’ χει αρχίσει. Σαν να θέλει ασυντρόφευτη να μείνει. Σε δείλι απόμακρο, μονάχη της η φύση.”

Με λόγια δικά της

*Το ότι δεν θα ξανάρθει ποτέ, αυτό είναι που κάνει τη ζωή τόσο γλυκιά.

*Οι άνθρωποι χρειάζονται δυσκολίες και αντιστάσεις για να αποκτήσουν ψυχική δύναμη.

*Εγώ, δεν είμαι κανένας. Εσύ ποιος είσαι;

*Η αλήθεια είναι τόσο σπάνια, που είναι υπέροχο να τη λες.

*Μόλις ταΐσεις τον θυμό πεθαίνει. Η πείνα είναι που τον παχαίνει.

*Η τύχη δεν είναι τυχαία, είναι μόχθος. Το χαμόγελο της επιτυχίας κερδίζεται.

*Τα γηρατειά έρχονται ξαφνικά και όχι σιγά-σιγά, όπως νομίζουν.

*Η ψυχή θα πρέπει να μένει πάντα μισάνοιχτη, έτοιμη να καλωσορίσει την εκστατική εμπειρία.

*Το να πεθαίνεις είναι μια άγρια νύχτα και ένας καινούργιος δρόμος.

*Κάθε φορά που ένα πράγμα γίνεται για πρώτη φορά, απελευθερώνει έναν μικρό δαίμονα.

*Η Φυγή είναι όλα όσα ξέρουμε για τον παράδεισο και όλα όσα χρειαζόμαστε για την κόλαση.

*Το να ζεις είναι τόσο εκθαμβωτικό, που αφήνει πολύ λίγο χρόνο για οτιδήποτε άλλο.

 

”Θα τον ξεχάσουμε, καρδιά

Εσύ κι εγώ απόψε!

Ξέχνα τη θέρμη που έδωσε

Το φως θα το ξεχάσω εγώ

Και σαν τελειώσει η προσευχή

Πες μου, κι εγώ κι οι σκέψεις

Θα ξεθωριάσουμε εμείς

Μόνο μονάχα μην αργείς!

Όσο εσύ καθυστερείς

Ραγίζει η μνήμη επιρρεπής”

 

(Μτφ.: Κρυσταλλία Κατσαρού)