ΒΙΒΛΙΑ

Η Agatha Christie “ξαναζεί”, μέσα από τα δικά της λόγια

Στις 6 Δεκεμβρίου κυκλοφορεί στα ελληνικά βιβλιοπωλεία η αυτοβιογραφία της Agatha Christie, με την επιμέλεια των εκδόσεων Ψυχογιός. Το «Μία Αυτοβιογραφία» είναι η αφορμή να μάθουμε καλύτερα και να ψυχολογήσουμε τη γυναίκα λογοτέχνη που ταύτισε το όνομά της με το απαιτητικό είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος.

AP Photo, File

 AP Photo, File

Γεννημένη στο Τορκέ του Ντέβον το 1890, η Αγκάθα Μαίρη Κλαρίσσα Μίλερ ή Λαίδη Μάλλοουαν, η  δημιουργός της δαιμόνιας Μις Μαρπλ και του ευφυή ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό έγραφε μικρές ιστορίες από την ηλικία των 18. Είναι κυρίως γνωστή για τα αστυνομικά της έργα -66 μυθιστορήματα και 14 συλλογές διηγημάτων-, πολλά από τα οποία έχουν ως ήρωες τους δύο θρυλικούς της χαρακτήρες. Έγραψε επίσης δύο αυτοβιογραφικά έργα, αισθηματικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Mary Westmacott και θεατρικά, μεταξύ των οποίων το μακροβιότερο έργο στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου, την «Ποντικοπαγίδα». 

 Γύρισε τον κόσμο, παντρεύτηκε δύο φορές, υπήρξε ερασιτέχνις αρχαιολόγος, δεινή σέρφερ, εθελόντρια νοσοκόμα και Dame, τίτλος που της απένειμε η Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου για το έργο της. Ήταν μια από τις λίγες γυναίκες της εποχής της που επιβλήθηκαν με αυτό που έκαναν και όχι με αυτό που έκανε ο πατέρας ή ο σύζυγός τους.

«Η καλύτερη στιγμή για να σχεδιάσεις ένα βιβλίο είναι ενώ πλένεις τα πιάτα»

Θαύμαζε τον Edgar Allan Poe και τον Sir Arthur Conan Doyle. Το 2007, ο Άγγλος συγγραφέας, Brian Aldiss, είπε ότι η Christie του είχε πει ότι έγραφε τα βιβλία της μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο και μετά αποφάσιζε ποιος χαρακτήρας ήταν λιγότερο πιθανό να εκληφθεί ως ύποπτος. Ακολούθως έκανε τις απαραίτητες αλλαγές στο κείμενο για να «ενοχοποιήσει» το χαρακτήρα αυτό.

Το 1975 σκότωσε τους δύο αγαπημένους της ήρωες, τον Ηρακλή Πουαρό στο μυθιστόρημα «Αυλαία» και τη Μις Μαρπλ στο Sleeping Murder”. Η ίδια πέθανε το 1976.

AP Photo

 AP Photo

H Agatha Christie το 1973, τρία χρόνια πριν φύγει από τη ζωή.

Ποια ήταν όμως στην προσωπική της ζωή η Agatha; Από πού αντλούσε την έμπνευσή της, τη δύναμή της και την αστείρευτη αγάπη της για ζωή; Η αυτοβιογραφία της ένα εξομολογητικό και συναρπαστικό κείμενο που επιτρέπει μια διεισδύει ματιά στην ψυχή μιας ιδιοφυΐας, ενός ελεύθερου πνεύματος, ενός ξεχωριστού ανθρώπου δίνει πολλές απαντήσεις στην πιο προσωπική της ιστορία μυστηρίου.

Ακολουθεί ένα αποκλειστικό προδημοσιευμένο απόσπασμα από το «Μία Αυτοβιογραφία» (εκδ. Ψυχογιός):

«Υπάρχουν πράγµατα τα οποία ο άνθρωπος δε θέλει να θυµάται. Πράγµατα τα οποία οφείλεις να αποδεχτείς, καθώς έχουν συµβεί, αλλά που δε θέλεις να τα ξαναφέρνεις στον νου σου.

Η Ρόζαλιντ µου τηλεφώνησε µια µέρα και µου είπε πως ο Χιούµπερτ, ο οποίος βρισκόταν στη Γαλλία εδώ και καιρό, είχε δηλωθεί αγνοούµενος και πίστευαν πως ήταν νεκρός.

Αυτό νοµίζω είναι ό,τι πιο απαίσιο και σκληρό µπορεί να συµβεί σε οποιαδήποτε νέα σύζυγο στη διάρκεια ενός πολέµου. Εκείνη η φρικτή αβεβαιότητα. Το να σκοτωθεί ο άντρας σου είναι από µόνο του φοβερό· όµως είναι κάτι µε το οποίο είσαι υποχρεωµένη να ζήσεις, και το ξέρεις. Αυτή η τραγική αγκίστρωση από την ελπίδα είναι σκληρή, σκληρή… Και κανείς δεν µπορεί να σε βοηθήσει.

Πήγα στην Ουαλία για να τη συναντήσω και έµεινα στο Πόλιραχ για ένα διάστηµα. Ελπίζαµε –προφανώς πάντοτε ελπίζει κανείς–, όµως δε νοµίζω πως η Ρόζαλιντ µέσα της διατηρούσε την όποια ελπίδα. Ανέκαθεν ήταν άτοµο που περίµενε το χειρότερο. Κι επίσης νοµίζω πως και ο Χιούµπερτ είχε πάντοτε κάτι στον χαρακτήρα του… όχι ακριβώς µελαγχολικό, αλλά µια χροιά, κάτι, ενός ανθρώπου που δεν προορίζεται να ζήσει για πολλά χρόνια. Ήταν ένας αξιαγάπητος άνθρωπος· πάντοτε ευγενικός απέναντί µου, µε µια ιδιαίτερη νότα νοµίζω, όχι ακριβώς ποίησης, αλλά κάτι τέτοιο, στην όλη στάση του. Μακάρι να µου είχε δοθεί η ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα· όχι µόνο µέσα από λιγοστές, σύντοµες επισκέψεις και συναντήσεις.

Πέρασαν πολλοί ακόµα µήνες µέχρι να έχουµε νέα. Η Ρόζαλιντ νοµίζω το ήξερε ήδη ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο προτού µου πει το παραµικρό. Το διάστηµα αυτό φερόταν όπως πάντοτε· ανέκαθεν ήταν άτοµο που διέθετε εξαίρετο σθένος. Τελικά, ξέροντας πως έπρεπε να το κάνει, κι ας την πονούσε φοβερά, είπε ξαφνικά: «Καλύτερα να το δεις κι εσύ αυτό νοµίζω», και µου έδωσε το τηλεγράφηµα το οποίο την πληροφορούσε πως ο άντρας της ήταν πλέον οριστικά καταχωρηµένος ως πεσών στο πεδίο της µάχης.

Το πιο θλιβερό πράγµα στη ζωή, και το δυσκολότερο που πρέπει να αντέξεις, είναι το να ξέρεις πως υπάρχει ένας άνθρωπος τον οποίο αγαπάς πάρα πολύ και δεν µπορείς να τον προστατέψεις από την οδύνη. Μπορείς να κάνεις διάφορα για να ανακουφίσεις τον σωµατικό πόνο των ανθρώπων· ελάχιστα, όµως, για να βοηθήσεις όταν πονά η καρδιά. Σκέφτηκα, και µπορεί να έκανα λάθος, πως το καλύτερο που θα µπορούσα να κάνω προκειµένου να βοηθήσω τη Ρόζαλιντ ήταν να µιλώ όσο το δυνατόν λιγότερο, να συνεχίσω κανονικά. Νοµίζω πως αυτό θα ήθελα στη θέση της. Ελπίζεις πως κανείς δε θα σου µιλήσει ούτε θα καθίσει να αναλύσει τα πράγµατα. Και ελπίζω να ήταν πράγµατι αυτό το καλύτερο για εκείνη, όµως δεν µπορεί να ξέρεις τι θέλει ο άλλος. Ενδεχοµένως να ήταν ευκολότερο για εκείνη αν είχα αποδειχτεί εκείνο το αποφασισµένο είδος µητέρας που θα την έκανε να λυγίσει και θα επέµενε να εκδηλώσει περισσότερο τα συναισθήµατά της. Το ένστικτο δεν µπορεί να είναι αλάνθαστο. Δε θέλεις µε τίποτα να πληγώσεις έναν άνθρωπο που αγαπάς… δε θέλεις να κάνεις κάτι που είναι λάθος για αυτόν. Αισθάνεσαι πως κανονικά θα έπρεπε να ξέρεις, όµως ποτέ δεν µπορεί να ξέρεις σίγουρα.

Η Ρόζαλιντ συνέχισε να ζει στο Πόλιραχ, στο µεγάλο, άδειο σπίτι, µαζί µε τον Μάθιου, ένα τρισχαριτωµένο αγοράκι και πάντοτε στη µνήµη µου ένα τόσο ευτυχισµένο αγοράκι: είχε µια φυσική τάση προς τη χαρά. Και εξακολουθεί να την έχει. Χαιρόµουν πολύ που ο Χιούµπερτ είχε προλάβει να δει τον γιο του: που ήξερε ότι είχε έναν γιο, αν και κάποιες φορές ήταν ακόµα πιο σκληρό το να σκέφτεσαι πως δε θα επέστρεφε, για να ζήσει στο σπίτι που αγαπούσε ή να αναθρέψει τον γιο που τόσο πολύ λαχταρούσε να αποκτήσει.

Είναι φορές που δεν µπορείς να αποφύγεις να νιώσεις ένα κύµα οργής να σε σαρώνει, όταν αναλογίζεσαι τον πόλεµο. Στην Αγγλία ζήσαµε πάρα πολλούς πολέµους µέσα σε πολύ µικρό χρονικό διάστηµα. Ο πρώτος πόλεµος φάνταζε απίστευτος, αδιανόητος· φάνταζε τόσο περιττός. Όµως ήλπιζε κανείς και πίστευε πως εκείνη η κατάσταση είχε λήξει τότε, πως η επιθυµία του πολέµου δε θα θέριευε ποτέ ξανά στις ίδιες γερµανικές καρδιές. Κι όµως, θέριεψε… τώρα πια το ξέρουµε, από τα έγγραφα που αποτελούν κοµµάτι της Ιστορίας, ότι η Γερµανία κατέστρωνε σχέδια για τον πόλεµο χρόνια προτού ξεσπάσει ο Δεύτερος Πόλεµος.

Πλέον, όµως, αποµένει κανείς µε εκείνο το φρικτό συναίσθηµα πως ο πόλεµος δε διευθετεί το παραµικρό· πως το να νικήσεις είναι το ίδιο καταστροφικό µε το να ηττηθείς! Ο πόλεµος νοµίζω είχε τον τόπο και τον χρόνο του· τότε που, αν δεν ήσουν πολεµοχαρής, δεν επρόκειτο να επιβιώσεις ώστε να διαιωνίσεις το είδος σου, θα εξαφανιζόσουν. Το να είσαι µειλίχιος, ήµερος, το να υποχωρείς εύκολα θα σήµαινε καταστροφή· ο πόλεµος ήταν µια αναγκαιότητα τότε, γιατί είτε εσύ είτε οι άλλοι θα χανόσασταν. Σαν ένα πτηνό ή ζώο, έπρεπε να αγωνιστείς για τον τόπο σου. Ο πόλεµος σου εξασφάλιζε σκλάβους, εδάφη, τροφή, γυναίκες… αυτά που χρειαζόσουν για να επιβιώσεις. Όµως πλέον πρέπει να µάθουµε να αποφεύγουµε τον πόλεµο, όχι επειδή ο χαρακτήρας µας είναι ευγενικότερος ή δε µας αρέσει να βλάπτουµε τους άλλους, αλλά επειδή ο πόλεµος δεν είναι επικερδής, δεν πρόκειται να επιβιώσουµε από τον πόλεµο, παρά µόνο, όπως και οι αντίπαλοί µας, θα καταστραφούµε από τον πόλεµο. Η εποχή των τίγρεων έχει περάσει· τώρα πια, το δίχως άλλο, θα ζήσουµε τους καιρούς των µούτρων και των τσαρλατάνων, των κλεφτών, των ληστών και των ελαφροχέρηδων· όµως έτσι είναι καλύτερα, είναι ένα στάδιο σε µια πορεία ανοδική.

Διακρίνουµε τουλάχιστον την αυγή πιστεύω µιας µορφής καλής προαίρεσης. Νοιαζόµαστε όταν ακούµε για σεισµούς, για φοβερές καταστροφές που πλήττουν το ανθρώπινο γένος. Θέλουµε να βοηθήσουµε. Αυτό είναι ένα πραγµατικό επίτευγµα, το οποίο νοµίζω πως αναπόφευκτα κάπου θα οδηγήσει. Όχι γρήγορα –τίποτα δε γίνεται γρήγορα–, όµως σε κάθε περίπτωση µπορούµε να ελπίζουµε. Νοµίζω πως κάποιες φορές δεν εκτιµάµε αρκετά τη δεύτερη αρετή που τόσο σπάνια µνηµονεύουµε στο τρίπτυχο: πίστη, ελπίδα και φιλανθρωπία. Πίστη είχαµε στη ζωή µας, σχεδόν υπερβολική… η πίστη µπορεί να σε κάνει πικρόχολο, σκληρό, ανάλγητο· την πίστη µπορείς να την καταχραστείς. Η αγάπη είναι αδύνατον να µην ξέρουµε βαθιά µέσα µας ότι είναι απαραίτητη. Όµως πόσο συχνά ξεχνάµε ότι υπάρχει και ελπίδα, και ότι σπάνια αναλογιζόµαστε την ελπίδα; Είµαστε έτοιµοι να απελπιστούµε υπερβολικά γρήγορα, έτοιµοι να πούµε: «Σε τι ωφελεί το οτιδήποτε;» Η ελπίδα είναι η αρετή που θα έπρεπε να καλλιεργήσουµε περισσότερο στην εποχή µας.

Έχουµε καταστεί Κράτος Πρόνοιας, πράγµα το οποίο µας έχει απαλλάξει από τον φόβο, µας έχει προσφέρει ασφάλεια, µας έχει εξασφαλίσει τον άρτο τον επιούσιο και κάτι περισσότερο· κι όµως, έχω την αίσθηση πως πλέον, σε αυτό το Κράτος Πρόνοιας, κάθε χρόνο γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο για τον άνθρωπο να ατενίσει το µέλλον µε προσµονή. Τίποτα δεν αξίζει. Γιατί; Μήπως επειδή δεν είµαστε πλέον αναγκασµένοι να αγωνιστούµε για την ύπαρξή µας; Μήπως έχει χάσει η ζωή το ενδιαφέρον της; Δεν µπορούµε να εκτιµήσουµε το γεγονός ότι είµαστε ζωντανοί. Ενδεχοµένως να έχουµε ανάγκη τις δυσκολίες του διαστήµατος, των νέων κόσµων που ανοίγονται, ενός διαφορετικού είδους δυσκολίας και αγωνίας, ασθένειας και πόνου, µια ξέφρενη λαχτάρα για επιβίωση;

Τέλος πάντων, προσωπικά είµαι άτοµο που ελπίζει. Η µόνη αρετή που σε καµία περίπτωση νοµίζω δε θα έσβηνε µέσα µου θα ήταν η ελπίδα. Και σε αυτό το σηµείο είναι που έβρισκα πάντοτε τόσο ευχάριστη τη συντροφιά του πολυαγαπηµένου µου Μάθιου. Από µικρός είχε έναν αδιόρθωτα αισιόδοξο χαρακτήρα. Θυµάµαι τον καιρό που φοιτούσε στο προπαρασκευαστικό σχολείο του, ο Μαξ τον ρώτησε αν θεωρούσε πως είχε κάποια πιθανότητα να επιλεγεί για την αρχική εντεκάδα της οµάδας του κρίκετ. «Δεν ξέρω», είπε ο Μάθιου χαµογελώντας διάπλατα, «υπάρχει πάντα ελπίδα!»

Νοµίζω πως ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να υιοθετήσει µια τέτοια προσέγγιση σαν πυξίδα στη ζωή. Είχα εξοργιστεί φοβερά όταν έµαθα την περίπτωση ενός µεσήλικου ζευγαριού που έµενε στη Γαλλία όταν ξέσπασε ο πόλεµος. Μόλις θεώρησαν πως οι Γερµανοί µπορεί να πλησίαζαν, καθώς προέλαυναν στη Γαλλία, αποφάσισαν πως η µοναδική λύση ήταν να αυτοκτονήσουν, πράγµα το οποίο έκαναν. Μα, τι ανούσιο! Τι κρίµα! Κανέναν δεν ωφέλησαν µε την αυτοκτονία τους. Θα µπορούσαν να είχαν καταφέρει να υποµείνουν µια δύσκολη ζωή, να επιβιώσουν. Γιατί να παραιτηθεί κανείς από την ελπίδα πριν έρθει ο θάνατος;

Αυτό µου θυµίζει την ιστορία που µου έλεγε η Αµερικανίδα γιαγιά µου πριν από τόσα και τόσα χρόνια, για δύο βατράχους που έπεσαν µέσα σε µια καρδάρα µε γάλα. Ο ένας είπε: «Ωχ, πνίγοµαι, πνίγοµαι!» Ο άλλος βάτραχος είπε: «Εγώ δεν πρόκειται να πνιγώ». «Πώς γίνεται να σταµατήσεις να πνίγεσαι;» ρώτησε ο πρώτος. «Να, θα κουνιέµαι από εδώ, θα κουνιέµαι από εκεί, θα κουνιέµαι όλη την ώρα σαν τρελός», είπε ο δεύτερος βάτραχος. Το επόµενο πρωί ο πρώτος βάτραχος που τα παράτησε είχε πνιγεί και ο δεύτερος βάτραχος, που όλη τη νύχτα χτυπιόταν ασταµάτητα, καθόταν µέσα στην καρδάρα, πάνω σε ένα κοµµάτι βούτυρο».

Κεντρική φωτογραφία: Εκδόσεις Ψυχογιός